Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2021

Τα δύο τέρατα

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1909
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Αυτή τη φορά, μου έλαχε ο κλήρος να συνοδεύσω τον Αριστείδη του καπετάν - Ρούσσου σε μια νυκτερινή αποστολή.
Όλα τα εκλογικά ακάθαρτα δαιμόνια, είχαν εξαπολυθεί στο δρόμο τη χρονιά εκείνη.
Η πλουτοκρατία είχε συμμαχήσει με την οχλοκρατία, το τέρας το κίτρινο είχε καλέσει σε βοήθεια το άλλο τέρας, το κόκκινο.
Περί τα διακόσια πρόσωπα, άνθρωποι που ήταν όλοι του τόπου και δεν ήταν οι ίδιοι οι οποίοι είχαν φύγει προ πέντε ή έξι ετών, είχαν έλθει απότομα και συγχρόνως από το Σουέζ, όπου είχαν πάψει πρόσφατα οι εργασίες της σκαφείσης διώρυγας.
Είχαν φέρει μαζί τους λίγα ή πολλά ναπολεόνια, αλλά πολύ περισσότερες νέες συνήθειες, βλασφημίες, έριδες, θράσος, μέθη και πρόκληση.
Ο γέρο-Μαρής ο Βαβδινός, σεβάσμιος τοκογλύφος, είχε κατέλθει στον εκλογικό αγώνα και το είχε «αμέτ Μωαμέτ,» να γίνει δήμαρχος.
Λεγόταν ότι είχε αποφασίσει τέλος να ανοίξει την κάσσα την περίφημη, που είχε βάθος δυσθεώρητο.
Στον πυθμένα εκείνης της κάσσας, υπήρχαν, όπως έλεγαν, όχι μόνο σπίτια και χωράφια και ελαιώνες, αλλά και καράβια πλέοντα και καράβια ναυαγούντα, τα οποία η γριά-Γκότσαινα, η μάγισσα, σε έκανε να τα δεις μέσα σε μαγικό καθρέπτη και να ακούσεις ως και τις κραυγές της αγωνίας των ναυαγών, ως και τους επιθανάτιους ρόγχους των πνιγόμενων.
Πιθανόν όμως να ακούονταν εκεί μέσα και μάταια λόγια και παράπονα αμελών και οκνηρών χρεοφειλετών, τα οποία πνίγονταν ανάμεσα στον πολύ θόρυβο των σπαρακτικών κραυγών και των θρήνων.
Τα θαλασσοδάνεια, βλέπετε, είχαν τριάντα έξι τοις εκατό και «το διάφορο, κεφάλι».
Ο γερό-Μαρής, είχε αποτύχει προ τετραετίας, την πρώτη φορά όπου πείσθηκε να βάλει κάλπη και ηττήθηκε από άνθρωπο πολύ φτωχότερό του και όλοι οι οπαδοί και οι συγγενείς του, το είχαν «αγκάθι» και είχαν φοβερίσει τους αντιπάλους, «να το κρεμάσουν σκουλαρίκι στ’ αυτί».
Όλοι οι ντόπιοι, όσοι είχαν παλιννοστήσει από το Σουέζ ή σχεδόν όλοι, είχαν ελκυσθεί με το κόμμα του. Διότι, όσοι έπιασαν λίγα λεπτά απ΄ αυτούς, είχαν «μεγαλοπιασθεί» εξαίφνης και ήθελαν να πάνε «με τους αρχόντους».
Άλλοι πάλι, όσοι είχαν φέρει μόνο πέντε έξι ή οκτώ ή δέκα ή δώδεκα λίρες και τις είχαν φάει ή τις είχαν πιει εντωμεταξύ, μισθώθηκαν από το κόμμα, οπλοφορούντες, φρουροί τάχα της τάξεως στις ημέρες των εκλογών.
Όλα τα σκυλιά ήταν αδέσποτα, κανένα δε γνώριζε πλέον τον αφέντη του. Μέγας «θυσιασμός» είχε ανάψει σε όλες τις κεφαλές.
Όλοι ήταν «θανατικοί», από τους γεροντότερους μέχρι του νεότερου.
Και δεν υπήρχε άνθρωπος αδιάφορος για τον εκλογικό αγώνα, «από ξυλοκόπου αυτών έως υδροφόρου αυτών».
Ο Κωσταντής του Τάσσου, με τρεις σπιθαμές το κίτρινο ζωνάρι περί την κοιλιά, με τρία κουμπούρια στη μέση και με βαριά μαγκούρα πολύκομπη, έτρεχε πάνω και κάτω στους δρόμους από το δειλινό μέχρι το ξημέρωμα, ώστε να φαίνεται πως ήταν πάντοτε απασχολημένος και πως είχε σπουδαίες αποστολές.
Ο Στεφανής ο Καραντάνης, με τον αχώριστο του φίλο, το Σταύρο τον Τσόρνα, καθισμένος έξω από κάθε καπηλειό, προκαλούσε όλους τους διαβάτες και τους βίαζε να φωνάξουν «Ζήτω ο μπάρμπα Μαρής» αν ήθελαν να περάσουν ελεύθερα.
Ο Αλέξης ο Κρητικός (έτσι τον αποκαλούσαν γιατί είχε πάει το 1866 εθελοντής στην Κρήτη) κυριαρχούσε σε όλες τις συνοικίες τη νύκτα και δεν επέτρεπε σε καμία ενάντια παρέα να ψάλει άσμα, εκλογικό ή άλλο.
Δεν ακουγόταν πλέον ούτε: «χορεύ’ ο Τάσσος κι ο Νταντός και τσ’ Αρμαμένταινας ο γιος», ούτε «Κουνός και Μπουέλλος» (δύο εκλογικά παρατσούκλια προσώπων), ούτε «Σταματίτσα κι Μαλλίνα βγάλανε τη δημαρχίνα» (γιατί υπήρχαν πάντοτε και γυναίκες κομματαρχίνες στις εκλογές), ούτε τίποτε. 
Τα άσματα των αντιπάλων είχαν σιγήσει.
Ακουόταν μόνο πολύ συχνά:
«Ο Γιάννης του Νικόλα δεν έχει επιρροή
τον φάγανε οι ψύλλοι, τον φάγαν κι οι κοριοί».
Και η τρέλα δεν εμαίνετο μόνο τη νύκτα, αλλά και την ημέρα.
Ένα παπαδόσπιτο είχε περιτυλιχτεί με κόκκινες σημαίες, σαν να μην δεχόταν ο παπάς προσφορές από τα δύο κόμματα, αλλά μόνο από το ένα. Όλη η παραθαλάσσια αγορά και οι παράλληλοι δρόμοι, κοκκινοβολούσαν από τα κόκκινα κουρελόπανα, που ανέμιζαν στον αέρα.
Ένας άλλος παπάς, είχε πει της παπαδιάς του, μη θέλοντας φανερά να εκτεθεί, να απλώσει όλα τα ωραία κόκκινα κιλίμια, τάχα για να αερισθούν, στα παράθυρα και στο μπαλκόνι. Δίπλα στο ίδιο σπίτι ήταν υψωμένος μεγάλος πάσσαλος ή στύλος, στο χείλος του κρημνού, στην κορυφή του οποίου ήταν κτισμένο το σπίτι.
Πάνω σ΄ αυτόν είχαν κρεμασθεί πλήθος κόκκινα μπαϊράκια, λωρίδες και φλάμπουρα, βεβαίως με την ανοχή ή με την εισήγηση του παπά.
Ο μπαρμπα-Γιάννης ο Μπούας, ο οποίος αφού γέρασε είχε καταφύγει εν μετανοία στο Μοναστήρι του Ευαγγελισμού, είχε αναβάλει από εκλογής σε εκλογή την κουρά του κι εξακολουθούσε να μένει ως δόκιμος, υποσχόμενος εκάστοτε να περάσει η παρούσα εκλογή και έπειτα να καλογερέψει, επειδή οι υποψήφιοι φίλευαν τους εκλογείς και καπνό και ρακί και γιουβέτσι, αλλά και φυσέκια με δεκάρες.
Τώρα πάλι, υποσχέθηκε ανυπερθέτως, μετά την εκλογή του μπαρμπα-Μαρή σε δήμαρχο, να δεχθεί πλέον την κουρά και να κοιτάξει του λοιπού για την ψυχή του. Δύο διδάσκαλοι του χωριού, το οποίο κηρύχθηκε ως πρωτοφανές πράγμα, έλαβαν αναφανδόν μέρος σε διαδήλωση υπέρ του Βαβδινού κόμματος.
***
Τη νύκτα εκείνη, σταλθήκαμε από το σπίτι του γέρο-Αποστολίδη, εγώ και ο καπετάν Αριστείδης του Ρούσσου, για να συζητήσουμε με τον γέρο-Σταμάτη τον Κορδά, ίσως κατορθώσουμε και τον πείσουμε, ως πρόεδρος της εκλογικής επιτροπής όπου θα ήταν, να δεχθεί τις εισηγήσεις μας.
Ήταν μεν συγγενής και με το κόμμα μας, αλλά φοβόταν τις αρχές και τις εξουσίες και ήθελε να είναι πάντοτε «με τον Βασιλιά», συνηθισμένος έτσι από των ημερών του Όθωνος, που οι υποψήφιοι ήταν πάντοτε χρισμένοι.
Η κάλπη παραγεμιζόταν με εικονικά ψηφοδέλτια και το αντίθετο κόμμα δεν είχε τύχη, εκτός εάν κατόρθωνε να κλέψει την κάλπη διά ρήξεως και εφόδου από τα παράθυρα της εκκλησίας, όπου γίνονταν ανελλιπώς οι εκλογές, βεβαίως για να αγιάσουν καλύτερα και εκλογείς και εκλεγόμενοι.
Συνέβαινε όμως πολλές φορές και να ξεπαγιάσουν οι επιτροπές κι οι υπάλληλοι της Κυβερνήσεως, διανυκτερεύοντες μέσα στο ναό σε καιρό χειμώνα.
Που εκείνα τα χρόνια! Όχι μόνο οι κάλπες, αλλά και οι εκλέκτορες, λ.χ στις δημοτικές εκλογές «οι μάλλον φορολογούμενοι», γίνονταν ανάρπαστοι την παραμονή της εκλογής και κρύβονταν άγνωστο που, κατά τις ημέρες της ψηφοφορίας.
Ο γέρο-Σταμάτης ο Κορδάς, δεν ήταν από τους πεπειραμένους σε αυτά τα πράγματα. Τον περισσότερο καιρό του είχε ζήσει αρμενίζοντας με τη σκούνα του ανά το Αιγαίο.
Τώρα, επί Γεωργίου, είχε παραχωρήσει τη γολέτα στους γιους του και αυτός, συνταξιούχος του Ναυτικού Απομαχικού, μένοντας κατ’ οίκον, είχε κληρωθεί για την παρούσα εκλογή, έχοντας τα προσόντα, ως πρώην δημοτικός σύμβουλος κτλ., πρόεδρος της εφορευτικής επιτροπής.
Ήταν θείος μου εξ αγχιστείας ε’ βαθμού, ήταν δηλαδή σύζυγος της πρωτεξαδέλφης του πατέρα μου, αλλά ήταν και θείος μου στ’ βαθμού εξ αίματος, πρωτεξάδελφος της γιαγιάς μου, από τη μητέρα μου.
Αλλά ο καπετάν Αριστείδης τον γνώριζε πολύ καλά! Εγώ, νεότατος, μόλις 19 ετών, είχα υποδειχθεί τάχα ως ρητορική γλώσσα για να συνοδεύσω τον Αριστείδη, αλλά ο κρυφός λόγος για τον οποίο δέχθηκα την αποστολή, ήταν για να γνωρίσω τον μπάρμπα-Σταμάτη και να τον μελετήσω.
- Τώρα να δεις, μου είπε ο καπετάν Ρούσσος, άμα βγήκαμε νύκτα από το σπίτι του γέρο-Αποστολίδη του πεθερού του, τώρα να δεις τι θα πει καπετάν Σταμάτης Κορδάς, ας τον έχεις και μπάρμπα, δεν τον ξέρεις, εμείς οι θαλασσινοί
γνωριζόμαστε, βλέπεις, καλά. Με μανέλα το κεφάλι του δεν γυρίζει, με εργάτη, με βίντσι, με μάγγανο, με ότι θέλεις.
- Τότε, τι πάμε; είπα εγώ.
- Πάμε, γιατί μας έστειλαν και για να δούμε τον μπαρμπα-Σταμάτη στο σπίτι του, στη χειμωνιάτικη την κάμαρα, που έχει σχεδιασμένη μ’ ένα καραβόπανο. Θα δεις τη σερβέτα, το σαρίκι που φορεί στο κεφάλι του, σαν Τούρκος, θα δεις τα μουστάκια του, που είναι σαν δύο χονδρά αγκίστρια, από κείνα που πιάνουν τους ροφούς, τον τράχηλό του, τα μπράτσα του, τα ποδάρια του, όλα γυμνά και θα ακούσεις πως σκέπτεται και πως μιλεί ο μπαρμπα-Σταμάτης.
Όταν ήταν νέος, πήρε σύντροφο στο καΐκι έναν Ποριώτη ή Κρανιδιώτη, επίτηδες για να εξαλβανισθεί πλησίον του και τώρα η γλώσσα του, ο τρόπος του, η συμπεριφορά του, όλα είναι αρβανίτικα.
Καθώς προχωρήσαμε λίγα βήματα και εισήλθαμε στην παραθαλάσσια αγορά, άλλα καπηλειά ή καφενεία ήταν ανοικτά, άλλα μισοκλεισμένα.
Όλα είχαν φως μέσα. Ακούγαμε φωνές, διαλόγους, τραγούδια.
Πριν φθάσουμε στο σπίτι του γέρο-Κορδά, πίσω από την εκκλησία, προς το δυτικό, περάσαμε έξω από την ταβέρνα του Δημήτρη του Σμυρνιού.
Μέσα ήταν μία παρέα, που θορυβούσε και φώναζε, πρωτοστατούντος ενός μεγαλόσωμου νέου, με ξανθά στριμμένα μουστάκια, πλάι στον οποίον καθόταν ένας μελαψός συνομήλικός του, ταπεινότερου εξωτερικού και
ο οποίος φαινόταν μάλλον μειλίχιος.
Και οι δύο είχαν έλθει τελευταία από το Πορτ- Σαΐδ.
- Είναι ο Στεφανής ο Καραντάνης, μου είπε ο συνοδός μου, μαζί με τον αχώριστο φίλο του, το Σταύρο τον Τσόρνα. Αυτός ο Καραντάνης είναι αδύνατον να μην κάμει καυγά και να μη μαχαιρώσει κανέναν. Είναι πολύ μουρλός, πίνει πολύ και το έχει παρμένο πάρα πολύ επάνω του.
***
Ανεβήκαμε τη μεγάλη εξωτερική σκάλα και φθάσαμε στην απλωταριά ή το μεγάλο χαγιάτι του απλοϊκού αρχοντικού σπιτιού.
Ο Αριστείδης φώναξε:
- Ξυπνητός είσαι, καπετάν Σταμάτη;
- Ος γιαλντί, χαΐρ ολλά, έκραξε φωνή από μέσα.
Ο γέροντας δεν είχε κοιμηθεί ακόμη. Ήταν περίπου δέκα η ώρα, σε καιρό της εαρινής ισημερίας, δηλαδή, τέσσερις ώρες νύχτα.
Αμέσως ανοίχτηκε η πόρτα και παρουσιάσθηκε ο μπαρμπα-Σταμάτης, με κόκκινο σκούφο και σαρίκι γύρω από το κεφάλι, με γυμνές κνήμες και γυμνούς βραχίονες.
- Πώς μας θυμηθήκατε; …. Πού σ’ αυτόν τον κόσμο, ανεψιέ; μου λέγει.
Και αφού στράφηκε προς τη γωνία τη νοτιοδυτική του σπιτιού, όπου είχε κατασκευασθεί πρόχειρα, με δύο μεγάλα καραβόπανα, επιτήδεια τεντωμένα, σαν είδος σκηνής ή χειμερινού θαλάμου, επειδή το σπίτι άλλωστε, νεοκατασκευασμένο, δεν είχε χωρισθεί σε δωμάτια, φώναξε:
- Κοιμήθηκες, θεια; σήκω να τρατάρεις τον ανεψιό σου.
- Θα σας δώσουμε βάρος, καπετάν Σταμάτη, είπε με ευγένεια ο Αριστείδης.
- Δεν έχει βάρος, η μάνα τώρα εζάρωσε δίπλα στο ντζάκι, τώρα μπουζουργιάσαμε ακόμα, δεν έχουμε ψόφο εύκολα. Τώρα σηκωθήκαμε απ’ το σουφρά… κι έτσι λαγοκοιμήθηκε στον οντά, η μάνα… Κοπιάστε, μπουϊούρουμ όρε μίρε.
Καθίσαμε σε σκαμνιά, πλησίον της μικρής πόρτας την οποία σχημάτιζε προς τον τοίχο το καραβόπανο.
***
Ο Αριστείδης μπήκε αμέσως στο θέμα.
- Ήρθαμε, καπετάν Σταμάτη, απεσταλμένοι. Έμαθαν στο σπίτι πως θα πάρεις το γέρο-Κατσουλή γραμματικό της Επιτροπής.
Ο δικός μας ο Παπούλιας δεν θα ήταν καταλληλότερος;
Ένα απ΄ τα κυριότερα αιτήματα, τα οποία είχαμε να υποβάλουμε στον μπαρμπα-Σταμάτη, ήταν το περί της γραμματείας της Εφορευτικής Επιτροπής των εκλογών.
Ο Παπούλιας, πρώην δημογραμματεύς, πρώην γραμματεύς Ειρηνοδικείου, υποτελώνης κλπ., είχε έλθει τώρα τελευταία με το κόμμα μας, ήταν δε άνθρωπος με ικανότητα, αν και δεν είχε χαμοθεό.
Ο γέρο-Κατσουλής, συνταξιούχος, πρώην ειρηνοδίκης, διατελούσε νυν γραμματεύς της Δημαρχίας. Ήταν δε ανίκανος, πονηρός και τα «έκαμνε θάλασσα».
Αλλά ο μπαρμπα-Σταμάτης, θεωρούσε τον εαυτό του υποχρεωμένο να τον προσλάβει ως γραμματέα κατά το τετραήμερο της εκλογής, επειδή ο νυν δήμαρχος βοηθούσε το γέρο-Μαρή, το Βαβδινό, στην υποψηφιότητα, ο δε καπετάν-Σταμάτης, επιθυμούσε πάντοτε να είναι με το «δοβλέτι» και φοβόταν τη σκιά της αρχής.
Δεν έσπευσε ν’ απαντήσει στην πρώτη εισήγηση του καπετάν Αριστείδη.
- Ο γέρο-Κατσουλής, απάντησε αυτός, θα χασομερά όλους τους ψηφοφόρους μας, θα κάμνει μία ώρα να βρίσκει τα ονόματα στον κατάλογο, δε θα λαμβάνει υπ’ όψη τους αύξοντες αριθμούς που θα του δίνουν και θα αργοπορεί επίτηδες, ενώ για το αντίθετο κόμμα, ούτε θα κοιτάζει διόλου τον κατάλογο, θα λέγει: «Μάλιστα, μάλιστα» και θα περνά αμέσως τα ονόματα στον κατάλογο της ψηφοφορίας…
Και ξέρεις πως μπορεί έτσι να μας κόψει, με τρόπο, δέκα ψήφους…
Και «τι είν’ ο κάβουρας, τι είν’ το ζουμί του;»
Ο μπαρμπα-Σταμάτης, έσεισε εμφαντικά τη χονδρή τετράγωνη κεφαλή του.
-Εγώ εγέρασα, ορέ καρδάσ’, Αριστείδη, είπε. Τι να σας κάμω;
Κατά το κεφάλι που έχω σας προσκυνώ.
- Και τι υποχρέωση έχει η Επιτροπή, είπε ο Αριστείδης, να πάρει ως γραμματικό τον υπάλληλο της Δημαρχίας;… Ίσα-ίσα οι υπάλληλοι πρέπει να μένουν αμερόληπτοι, αυτό απαιτεί ο νόμος.
- Τι νόμος και πλάτη, καρδάσ’ Αριστείδη. Ταΐτε και μ’ αυτουνούς και με τις δημαρχίες και με τις εκλογές τους! Βρίσκει τον μπελά του ένας απλός, αγράμματος άνθρωπος. Τίνος το χατίρι να χαλάσεις;
- Λοιπόν δεν είναι καλός ο γερό-Παπούλιας για να τον πάρετε γραμματικόν;
- Καλός κι άξιος είναι, καρδάσ’, μα δεν τον παίρνουμε.
- Γιατί;
- Για τσ’ γάτας τ’ αυτί.
Θέλησα κι εγώ να ψελλίσω λίγα λόγια, για να δικαιολογήσω την εκεί παρουσία μου και να ανταποκριθώ στην αποστολή μου.
- Σε παρακαλώ μπάρμπα, ξέρεις πως τα κατάφερε ο γέρο-Κατσουλής στη δημαρχία; Μπάτε χίλιοι αλέσ΄τε… Ούτε τάξη, ούτε αρχείο, ούτε θυρίδα, κανένα έγγραφο δεν ενεργείται. 
Ούτε τον αριθμό του πρωτοκόλλου δεν μπορεί να φυλάξει καλά-καλά.
Του μπαρμπα-Σταμάτη σείσθηκαν βιαίως τα μουστάκια.
- Τι λες και συ, ανεψιέ; … Σ’ έστειλαν και σε να σπουδάσεις και χαλάστηκες … Καλά το είπα εγώ της ανεψιάς μου, της μητέρας σου: «Θα χάσεις ανεψιά, το παιδί σου». Τι να κάμω, που δεν με άκουσε.
Ο Αριστείδης γέλασε και σηκώθηκε να φύγουμε.
- Καληνύχτα, καπετάν Σταμάτη.
- Καληνύχτα, θεια, είπα εγώ.
- Στο καλό, καλώς ήρθατε.
Καθώς βγήκαμε και μας έφεγγε η γριά Μαγδαληνή να κατεβούμε.
- Δεν σου το έλεγα εγώ; μου είπε ο Αριστείδης. Με μανέλα δε γυρίζει το κεφάλι του.
- Ούτε με αδράχτι.
***
Κατεβήκαμε και ακούσαμε φωνές, είδαμε κίνηση στο καπηλειό του Σμυρνιού. Άνθρωποι με τα νυχτικά τους κατέβαιναν βιαστικά από τα σπίτια τους, για να μάθουν τι είχε συμβεί.
Σταθήκαμε μια στιγμή, δεξιά απ΄ την εκκλησία, αντίκρυ στην πόρτα του καπηλειού, παρεμπρός ο Αριστείδης, παραπίσω εγώ.
Το βλέμμα μου αντίκρισε ένα τραπέζι, στο οποίο έπεφτε σχεδόν κάθετα το φως της κρεμαστής λυχνίας.
Είδα κάτι τι, ένα σαν ρευστό κόκκινο πάνω στο τραπέζι και στις πλάκες του δαπέδου, να κοκκινοβολεί και να αχνίζει.
Σωρός ανθρώπινος ήταν πεσμένος μπρούμυτα κάτω εκεί, ασθμαίνοντας οδυνηρά και γογγύζοντας.
Ο Αριστείδης προχώρησε λίγα βήματα προς το καπηλειό. 
Εγώ έμεινα ακίνητος.
Μετά πέντε λεπτά επανήλθε ο συνοδός μου.
- Σαν προφήτης το είπα, μου λέγει, καλύτερα να είχα δαγκώσει τη γλώσσα μου.
- Τι τρέχει ;
- Ο Στεφανής ο Καραντάνης, μη βρίσκοντας κανέναν απ’ το άλλο κόμμα, το δικό μας, να μαχαιρώσει, μαχαίρωσε τον αχώριστο φίλο του και οπαδό του κόμματός του, το Σταύρο τον Τσόρνα.
Ποιος ξέρει; Για ένα απρόσεκτο λόγο, επάνω στο πιοτό....
Φύγαμε. Είχαν περάσει ήδη τα μεσάνυκτα.
Ανέτελλε η ημέρα των εκλογών, βαμμένη στο αίμα.
– Το τέρας το κίτρινο, είχε καλέσει σε επικουρία το θηρίο το κόκκινο.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2