Σάββατο 24 Ιουλίου 2021

Αποκριάτικη νυχτιά

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1892.
Τη μετατροπή του κειμένου στην 
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Εάν δεν ήταν επιμελής σπουδαστής ο Σπύρος ο Βεργουδής και δεν είχε πως να περνά τις ώρες του, κατά τις πολυήμερες διακοπές των εορτών και της Απόκρεω, μπορούσε να βρει δουλειά καθισμένος στο παράθυρο και βλέποντας και ακούγοντας τα τελούμενα.
Δεν ήταν δρόμος, ήταν αυλή, παμπάλαια, μεγάλη, ακανόνιστη, με τους τοίχους ψηλούς, αλλά άνισου ύψους, που περιέβαλλε ένα από τα παλαιότερα σπίτια, παρά την ανηφορική εσχατιά της αρχαίας πόλης, προς την Ακρόπολη, ψηλά, προς το Αγιοταφίτικο.
Οι τρεις νοικάρισσες του ισογείου, η κυρά-Κατίγκω η Χρίσταινα, με την άγαμη αδελφή της Φρόσω και η γριά-Βαγγελή η Λεμονού, με την κόρη της τη Γεώργαινα και η Σταματούλα η Γεμενίτσα, με την ψυχοκόρη της τη Μαρούσα, μάλωναν για το κάθε τι, πολύ συχνά, σχεδόν τρεις φορές την εβδομάδα. 
Συνήθως, αυτή που κατείχε το μεσαίο οίκημα, η Λεμονιά, πότε με την παραμικρή αφορμή, πότε χωρίς αφορμή ορισμένη, τα έβαζε σήμερα με τη μία, αύριο με την άλλη από τις δύο γειτόνισσές της. Και τις μεν εορτές, αντί να βρίσκουν υλικό για να κακολογήσουν άλλες, που περνούσαν έξω από την αυλή ή ήσυχες στα σπίτια τους καθήμενες γυναίκες, προχειρότερο εύρισκαν να τα χαλούν μεταξύ τους.
Εάν τυχόν η μία από τις τρεις, η αδελφή της μιας ή η κόρη της άλλης στολιζόταν, η άλλη έμενε πεισματικά με τα καθημερινά της, για να έχει αφορμή να κακολογεί τη στολισμένη, ότι «δεν ξέρει να φορέσει το φουστάνι της» κι έλεγε: «Κοίταξέ τηνε! μου στολίστηκε σα νύφη, το χάλι της δεν το βλέπει!» 
Τις δε καθημερινές, άλλοτε οι δύο, άλλοτε και οι τρεις, είχαν μπουγάδα και όλο το πλυσταριό και όλος ο χώρος της αυλής, δεν τους αρκούσε για να απλώσουν τα μοσχοπλυμένα τους.
Συχνά, η γριά-Βαγγελή η Λεμονού, αφού κατηγορούσε την εκ δεξιών και την εξ αριστερών πάροικό της, ως απρόκοφτη, ως άπραχτη, ως απασσάλωτη, αυτή πρώτη αφού είχε βάλει το «πρόσφωλο», έξαφνα ειρήνευε, χαμογελούσε κι έλεγε, ότι αυτή έχει δουλειά να κάμει, ότι δεν «χαλά τη ζαχαρένια της» και ότι δεν τις συνερίζεται ν' απαντά στις μομφές τους. 
Άλλοτε πάλι η Σταματούλα η Γεμενίτσα, έπαιρνε λόγια από τη μία κι έβαζε μαναφούκια στην άλλη και έπειτα με άνεση απολάμβανε τον καυγά, στεκόμενη παράμερα.
 
***
Μάλωναν για κάθε πράγμα, για μία σκάφη αναποδογυρισμένη λίγο λοξά στο πλυσταριό, για λίγες σταλαματιές θερμού χυμένες κατά γης, για λίγες χούφτες στάχτης περισσότερο ή λιγότερο, που ρίχτηκαν στην κόφα.
Μία μέρα, η γριά Βαγγελή θύμωσε εναντίον της Κατίγκως της Χρίσταινας, γιατί αυτή καυχήθηκε, ότι πληρώνεται προς είκοσι λεπτά τα πουκάμισα της κόλλας και την ονόμασε «τριγυρισμένη» και «πομπιωμένη», άλλοτε πάλι, η Κατίγκω, σήκωσε χέρι εναντίον της Μαρούσας, της ψυχοκόρης της Σταματούλας, αποκαλώντας αυτήν, δεκατεσσάρων ετών μόλις, «μωρή μπασταρδού!» γιατί την είδε να πλένει τα χέρια της, κοντά στην κόφα της μπουγάδας με τα ρούχα.
Με αυτά περνούσαν τις μέρες τους στην μεγάλη αυλή του παμπάλαιου σπιτιού, οι τρεις αυτές πτωχές γυναίκες.
Το βράδυ πάλι, ο Σπύρος ο Βεργουδής, θα εύρισκε δουλειά αν ήθελε, με σβηστή τη λάμπα, να μένει στο ανώγειο δωμάτιό του και να στέκεται πίσω από το ανατολικό παράθυρο, κατασκοπεύοντας αυτούς που έρχονταν ή να κολλά το αυτί στην κλειδαρότρυπα και να ακούει λόγια και κρότους και ψιθυρισμούς. Αυτή ήταν η κύρια είσοδος του σπιτιού, από την οποία έμπαινε και αυτός στο φτωχικό δωμάτιό του, είσοδος επίσημη, από την οποία έμπαιναν όλοι οι συγγενείς, φίλοι και γνώριμοι του σπιτιού, κατά εκατοντάδες αριθμούμενοι. 
Και αν ήθελε να μεταβεί προς στιγμήν στο άλλο παράθυρο του δωματίου του, που έβλεπε νότια, από κει θα αντίκριζε την άλλη, τη μικρή είσοδο, που ήταν συνεχόμενη με το μαγειρείο, όπου διημέρευε συνήθως η κυρία Ζαχαρού, η μητέρα της οικογένειας, καπνίζοντας άνετα τα τσιγάρα της. 
Ήταν ένα σπίτι όπου μπορούσε κανείς να παίξει με άνεση το κρυφτάκι και άλλα παιχνίδια.
Δύο άνθρωποι, ο πρώτος να κυνηγιέται από το δεύτερο ή αδιακρίτως να κυνηγούν ο ένας τον άλλον, χωρίς να φαίνεται ποιος είναι αυτός που διώκει και ποιος αυτός που φεύγει, μπορούσαν να εισέρχονται και να εξέρχονται αλλεπάλληλα από τις δύο θύρες, επί ημέρες και νύκτες, χωρίς ο ένας να φθάσει ποτέ να αντικρύσει τον άλλον.
Και αν επέστρεφε πάλι προς το παράθυρο το ανατολικό ή προς τη μικρή του πόρτα και κοίταζε την κυρία είσοδο, εκεί άκουγε, άμα νύκτωνε, κάθε πέντε, κάθε δέκα λεπτά, να κτυπάει η πόρτα και να εισέρχονται οι επισκέπτες και τότε άκουε καλησπέρες και χαιρετισμούς και προσρήσεις κι ενίοτε φιλήματα... μεταξύ γυναικών, τα οποία συνηθίζουν φορτικώς να ανταλλάσουν οι απόγονοι της Εύας, κατά τα ξιπασμένα και φραγκοποτισμένα ήθη μας.
Σπεύδω να πω, προς καθησύχαση του αναγνώστη, ότι τα ήθη της οικογενείας, περί ης ο λόγος, κατά το φαινόμενο, πράγματι ήταν αυστηρά. Αλλά η οικία έπλεε στο μεταίχμιο το αόριστο και αβέβαιο, στο λυκόφως εκείνο, μεταξύ παράδοσης και νεωτερισμού, το οποίο, ως λυκόφως δεν μπορεί να διαρκέσει, αλλά αναγκαστικά θα υποχωρήσει  στο ζόφο και θα γίνει νύκτα. 
Ήταν ομολογουμένως άνθρωποι αισθηματίες, φιλόφρονες, ανοιχτόκαρδοι. Γνώριμους είχαν το μισό της πόλης και αν  περνούσε ημέρα χωρίς να αυξήσουν κατά μία τουλάχιστον τις γνωριμίες τους, οι δύο κόρες θα θεωρούσαν ως χαμένη την ημέρα εκείνη.
Έπειτα, ήταν οι ημέρες της Απόκρεω και ο κόσμος έξω διασκέδαζε.
Μόλις νύκτωνε και ο νέος που έμενε στο δωμάτιό του, άκουε φωνές, τραγούδια, κιθαρισμούς, έξω απ΄ την αυλή. 
Και αν για λίγα λεπτά έμενε έρημος από εισερχόμενους επισκέπτες ο μικρός προθάλαμος και ο νέος τολμούσε να βγει ως τον εξώστη με την παλαιά πέτρινη σκάλα, που ένωνε το σπίτι με τον τοίχο της αυλής και προέτεινε το κεφάλι από την αυλόθυρα, τη φραγμένη με σίδερα, σαν πόρτα φυλακής, για να κοιτάξει στο δρόμο, θα έβλεπε, κατά ζεύγη, κατά τετράδες, κατά εξάδες, να στέκονται, τους κιθαρωδούς της νύκτας κάτω από τη θυρίδα, στον όχθο της ανηφορικής οδού, να εξαγγέλλουν «εν χορδαίς και οργάνω» τα αιώνια παράπονά τους κατά της σκληρότητας των δύο νεανίδων.
Διότι όλοι οι νέοι της γειτονιάς και όχι λίγοι από άλλες συνοικίες, ήταν ερωτευμένοι με τις δύο αδελφές.
Απ΄ αυτούς μερικοί αγαπούσαν μάλλον τη Μέλπω, άλλοι μάλλον την Κούλα οι δε περισσότεροι τις αγαπούσαν και τις δύο. 
Πολλοί απ΄ αυτούς ήταν γνωστοί του σπιτιού, αλλά εάν ήταν προς καιρόν, από μικρή παρεξήγηση, σε δυσμένεια, ή εάν λόγω του πλήθους των επισκεπτών, δεν υπήρχε γι' αυτούς χώρος στη συναναστροφή μιας βραδιάς, έπαιρναν την κιθάρα τους, τα μαντολίνα τους, τις φυσαρμόνικές τους και με τους φθόγγους της μουσικής, ζητούσαν να αποκοιμίσουν τον πόνο της καρδιάς.
***
Την ημέρα εκείνη, μεσοβδόμαδα της Τυρινής, είχαν αυξήσει, όπως πάντοτε, κατά κάποιες μονάδες, οι γνωριμίες της οικίας.
Μεταξύ άλλων, είχε έλθει ένας ανθυπασπιστής νεαρός, ξανθός, με αγκιστροειδές μουστάκι, τον οποίο είχε φέρει ένας από τους τριτεξάδελφους της οικογένειας.
Δυστυχώς οι δύο νεαρές κόρες έλειπαν.
Είχαν βγει συνοδευόμενες από δύο ανεψιάδες της μητέρας τους, για να κάμουν ψώνια στην οδό Ερμού. 
Στο σπίτι βρισκόταν μόνη η γριά, που κάπνιζε το τσιγάρο της στο μαγειρείο, η υπηρέτρια, που σκούπιζε τις δύο σκάλες και το μέρος της αυλής, που ήταν έξω από τη δικαιοδοσία των τριών πλυντριών και ο κυρ Ζαχαρίας, ο οικοδεσπότης, ιδιότροπος γέρος, ζώντας από τα λίγα εισοδήματα των δύο σπιτιών και τριών μαγαζιών του, τον οποίο, αν άκουε κανείς, αιωνίως να μεμψιμοιρεί, να φωνάζει και να επιπλήττει, θα έλεγε, «Να αυστηρός πατέρας!»
Και όμως, τα της οικίας κυβερνούσε η γριά και οι δύο κόρες, όλες δε οι φωνές του γέροντα ήταν μόνον ήχος και πάταγος για ν' ακούεται.
Οι τέσσερις νέοι δεν μαζεύονταν ποτέ στο σπίτι.
Ο τριτότοκος είχε παντρευτεί ήδη, δεκαοκτώ ετών, χωρίς την άδεια των γονέων του, ο δε υστερότοκος είχε σχέσεις με μία οικογένεια, όπου διημέρευε, προτιμώντας να φοιτά εκεί μάλλον παρά στην β' του γυμνασίου, ο πρωτότοκος ήταν υπάλληλος μιας των Τραπεζών, τρεφόμενος από το σπίτι και δαπανώντας αλλού τους μισθούς του, ο δευτερότοκος ήταν λοχίας του πεζικού.
Ως και ο κουμπάρος, ο μόνος ο οποίος είχε εγκατασταθεί στο σπίτι, σαν στο σπίτι του, με την πρόφαση ότι δεν είχε οικογένεια δική του, ενώ είχε τρία νόθα τέκνα από μία απατηθείσα πτωχή, ο ασυνείδητος, δεν βρέθηκε παρών, ήταν στις δουλειές του, κατά την ώρα της επίσκεψης του ανθυπασπιστή.
Με πολλή του δυσαρέσκεια, ο κυρ Ζαχαρίας, αναγκάσθηκε να δεχθεί αυτός την επίσκεψη του τριτεξάδελφου, που οδηγούσε το νεαρό στρατιωτικό.
***
Ο ξανθός σπαθοφόρος είχε δει σε ένα εμπορικό κατάστημα τις δύο αδελφές, όπου ένας από τους φίλους του, του τις έδειξε, λέγοντας γι΄ αυτές πολλούς αμφίβολους επαίνους. 
Οι δύο νεάνιδες του άρεσαν.
Έπειτα πάλι, τις ξαναείδε στον περίπατο, όταν τις χαιρέτισε ο φίλος του που περπατούσαν μαζί, εξηγώντας σ΄ αυτόν ότι ήσαν εξαδέλφες του.
Ο ανθυπασπιστής του είπε: «Έμαθα ότι είναι πολύ κοινωνικές, ότι έχουν ανοικτό σπίτι». 
«Θέλεις να σε συστήσω; του είπε ο εξάδελφος, όρεξη να' χεις, θα ευχαριστηθούν πολύ, γιατί έχουν κι αυτές έναν αδελφό λοχία».
Και την επομένη, τον οδήγησε στο σπίτι.
Ο ανθυπασπιστής, που περίμενε να δει ενώπιον του τις δύο ανθηρές μορφές και βρέθηκε έξαφνα ενώπιον της σκυθρωπής όψης και της λευκής γενειάδας του κυρ Ζαχαρία, περιήλθε σε αμηχανία και δεν ήξερε πως να αρχίσει την ομιλία.
Εντούτοις ο γέρος, οφείλοντας κάτι να πει, έδειξε από το παράθυρο την ευρεία έκταση μέρους της πόλεως και του ελαιώνα, λέγοντας;
- Έχουμε από δω κύριε ανθυπασπιστά, ωραίαν θεάν.
- Μάλιστα, είπε ο ανθυπασπιστής και μέσα του μουρμούρισε:
«έχετε, μάλιστα, δύο θεάς». 
Έπειτα για λίγα λεπτά, όλοι σιώπησαν.
- Έμαθα ότι έχετε κι ένα υιόν εις τον στρατόν, είπε ο ανθυπασπιστής.
- Ναι, είπε ο κυρ Ζαχαρίας, ο οποίος απόρησε πως δεν συλλογίστηκε να το αναφέρει πρώτος. 
Αυτός δεν θέλησε να πάει κατά το έθιμο και άμα έληξε η θητεία του, έμεινε στο στρατό. Να, περιμένει τώρα προβιβασμό! αν έχει τύχη, όπως τον κατάντησαν το στρατό με τα κόμματά τους!
Κάψιμο θέλουν όλοι τους! 
Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλευταί, κατάστρεψαν το έθνος, ανάθεμά τους! Γνώρισα εγώ, στα χρόνια μου, λοχίους και δεκαενείς, οπού είναι, έως αυτής της ημερός, συνταγματαρχαίοι και ταγματαρχαίοι! 
Πόσο εμετάγνοιωσα που δεν επήγα στο στρατό, στα χρόνια του Όθωνος! Θα ήμουν τώρα συνταγματάρχης!
- Και βλέπω ότι έχεις τουλάχιστον ένα προσόν, θείε, είπε ο τριτεξάδελφος, υπαινισσόμενος τις μεταμφιέσεις των λέξεων του γέροντα.
- Όλοι αυτό λέγουν, κύριε, είπε χαμογελώντας ο ανθυπασπιστής.
Βέβαια, όλοι οι εξηντάρηδες, θα ήσαν από τότε συνταγματάρχαι και όλοι οι εβδομηντάρηδες θα ήσαν αντιστράτηγοι. Μόνον, ποιος θα εδούλευε για να πληρώνει φόρους, για να βγαίνουν τόσοι μισθοί...
Βέβαια, ο στρατός, εξακολούθησε ο ανθυπασπιστής, είχε και έχει ακόμα τα καλά του, δεν σας λέγω. Μόνον τα καλά του αυτά, πρόσθεσε φιλοσοφικά, είναι όσα φαίνονται κακά κι εκείνα ίσα-ίσα τα οποία ο Ρωμιός δύσκολα συνηθίζει και γι' αυτό βλέπουμε όλους να αποφεύγουν το στρατό και να νομίζουν ως ημέραν εορτής την ημέραν που θα πάρουν την άφεσίν τους. Και για τούτο τόσο λίγοι είναι αυτοί που έχουν την υπομονή και τη θέληση να ακολουθήσουν το στρατιωτικό στάδιο.
- Και ποια είναι αυτά τα καλά, ημπορούμεν να σας ερωτήσωμεν; είπε ο κυρ Ζαχαρίας.
- Αυτά τα καλά είναι η τακτική ζωή, η πειθαρχία, η σκληραγωγία, τα γυμνάσια, οι αγγαρείες, η στρατιωτική τραχύτης εν γένει, η σκαιότητα... από καμιά φορά πέφτει και κανένας φούσκος... οι άγραφοι κανονισμοί, οι οποίοι ισχύουν περισσότερο από τους γραπτούς.
- Και οι άγραφτοι κανονισμοί ποιοι είναι; ρώτησε ο οικοδεσπότης.
- Άγραφοι κανονισμοί είναι, όταν παραδείγματος χάριν, συλλάβουν κανέναν λιποτάκτη... να τον σπάζουν στο ξύλο...
- Α! έτσι; είπε ο κυρ Ζαχαρίας... αγκαλά και το μέσον μου φαίνεται βάρβαρο, δεν είμαι όμως και πολύ ενάντιος.
«Το ξύλο βγήκε απ' την Παράδεισο.»
Και λέγοντας αυτά στέναξε, ενθυμούμενος ίσως τους τέσσερις γιους του.
- Έπειτα είναι, εξακολούθησε ο ανθυπασπιστής και άλλα βασανιστήρια... Τα ελληνικά ζωύφια, το νοσοκομείο, η βελόνα, το μάρμαρο...
Το πειθαρχείο, οι οχτάρες, οι δεκαπεντάρες, οι μηναρέδες...
- Οι μηναρέδες!... όχι να μην είναι χοτζάδες! είπε ο οικοδεσπότης.
- Οι μηναρέδες, ναι... σας φαίνεται παράξενο, κυρ Ζαχαρία;
- Θείε, είπε γελώντας ο τριτεξάδελφος, μηναρέ στο στρατό ονομάζουν τη μηνιαία φυλάκιση.
- Α! έκαμεν ο κυρ Ζαχαρίας. Τότε ενδιαφέρει.
Τη στιγμή εκείνη, ακούσθηκαν βήματα στον προθάλαμο. 
Ήταν οι δύο νέες, που επέστρεφαν από την οδό Ερμού, συνοδευόμενες από τις δύο ανεψιάδες. Μπήκαν ελαφρές, χαρούμενες, με ιδιόρρυθμη κομψότητα ντυμένες, με αλλόκοτα στο σχήμα καπέλα και με κόκκινα πτερά, η Μελπομένη, καστανή, κοντούλα, ευτραφής, χλωμή, αισθηματική, ρομαντική. Η Κυριακούλα, στακτερόξανθη, ψηλή, λιγνή, ισχνή, με ζωηρότατους ηδυπαθείς οφθαλμούς, οι οποίοι ήσαν απροσδιορίστου χρώματος και φαίνονταν να διηγούνται μύριες ιστορίες. Πονηρή, άστατη, ειρωνική, που γοήτευε με τον τρόπο και απογοήτευε με το λόγο, χαϊδεύοντας με το βλέμμα και σχίζοντας με τη γλώσσα, είχε πολλές δωδεκάδες θαυμαστών, σε όλους έδιδε ελπίδες και όλους τους περιέπαιζε. 
Τέτοια ήταν η χαϊδεμένη Κούλα.
Έγινε η παρουσίαση. Ο ανθυπασπιστής μαγεύτηκε από τις δύο νεανίδες και δεν ήξερε ποια να πρωτοαγαπήσει. Αναχώρησε μετά μισή ώρα, αιχμαλωτισμένος, αφού έλαβε πρόσκληση να έλθει μία από τις βραδιές αυτές της τελευταίας εβδομάδος της Απόκρεω, που κάθε βράδυ γινόταν συναναστροφή και χορός.
***
Το τελευταίο βράδυ της Τυρινής, του έτους 188... χόρεψαν τόσο στου κυρ Ζαχαρία, ώστε ήταν φόβος μην πέσει το σαθρό σκωληκόβρωτο πάτωμα του παμπάλαιου σπιτιού, στα κεφάλια της κυρά-Κατίγκως της Χρίσταινας, της γριάς Βασιλικής της Λεμονούς και της Σταματούλας της Γεμενίτσας, το μόνο μέσο διά του οποίου οι τρεις αυτές θα έπαυαν για πάντοτε τους καθημερινούς καυγάδες τους.
Η ανατολική πόρτα του σπιτιού, δεν πρόφταινε να ανοίγει και να κλείνει. 
Εισέρχονταν κατά ζεύγη, κατά ομάδες, άνδρες, γυναίκες, μεταμφιεσμένοι και άλλοι, προσωπίδες και πρόσωπα.
Έτριζε η πόρτα με τους στροφείς, στέναζε το πάτωμα, αντηχούσε ο διάδρομος, βομβούσε η αίθουσα από το πλήθος των προσκεκλημένων.
Οι δύο νεάνιδες δεν προλάβαιναν να τρέχουν κάθε δύο ή τρία λεπτά στην πόρτα, προϋπαντώντας αυτούς που έρχονταν ή προπέμποντας αυτούς που έφευγαν και να επιστρέφουν στην αίθουσα, να περιποιούνται αυτούς που έμεναν, να μεταβαίνουν στα δωμάτια, να ανταλλάσσουν ομιλίες με τους οικειότερους.
Και ο χορός έπαυε και ανανεωνόταν κάθε δέκα λεπτά.
Η Κούλα χόρευε σαν να είχε φτερά στα πόδια, διαλέγοντας αυτή με νεύμα τους συγχορευτές της, επιτρέποντας ως βασίλισσα να την παρακαλέσουν να χορέψει. 
Η Μέλπω δεχόταν κάθε πρόσκληση, συμπονετική, μη θέλοντας να απορρίψει κανενός την παράκληση.
Και η αυλή και η σκάλα, φεγγοβολούσε και από όλα τα παράθυρα εξέρχονταν ήχοι μουσικής, σαν να ήταν η οικία όλη γιγαντιαίο κύμβαλο ηχόντας εναρμόνια εκεί στο ανασηκωμένο κράσπεδο της παλαιάς πόλης. 
Και όταν για μία στιγμή χαμήλωναν κάπως οι τόνοι της μουσικής, τότε, έξω απ΄ την αυλή, ακουγόταν η μελαγχολική καντάδα των κιθαρωδών της γειτονιάς, όσοι για κάποια αφορμή δεν ήσαν δεκτοί να ανέλθουν στην πολυθόρυβη και φιλόκοσμη οικία.
Τότε η Κούλα, ύψωνε αόριστα το υγρό μάτι στο κενό, ενώ η Μέλπω ακουγόταν να ψιθυρίζει μέσα απ΄ τα δόντια της: 
«Οι καημένοι!»
***
Ρέμβαζε ξαπλωμένος στο κρεβάτι του ο Σπύρος ο Βεργουδής, πτωχός σπουδαστής, πρωτοετής της φιλοσοφικής σχολής, ο οποίος και να ήθελε να μπει στον κόσμο αυτόν, δεν είχε τα μέσα.
Είναι αλήθεια, ότι οι δύο κόρες τον είχαν προσκαλέσει να μετάσχει στην εσπερινή διασκέδαση, αλλά πως να πάει αυτός, δειλός, άπειρος του κόσμου, κακοφορεμένος, εν μέσω τόσων αγνώστων; 
Έπειτα, προς τη μία απ΄αυτές, την Κούλα, έτρεφε αβρό συναίσθημα ερωτικό και ήταν ζηλιάρης, δεν θα ανεχόταν να τη βλέπει να χορεύει με τόσους και τόσους... και αυτός να μην ξέρει ευρωπαϊκό χορό! 
Είχε δειπνήσει στις επτά η ώρα κι επειδή το βράδυ εκείνο τα καφενεία έκλεισαν νωρίς, αισθανόταν δε και ελαφρό πόνο στα δόντια, αποσύρθηκε από τις οκτώ στο δωμάτιό του με το παράπονο εκείνο, το οποίο ο ξένος έχει μέσα του σε τέτοιες μέρες.
Αλλά άμα έφτασε στο δωμάτιο, η λύπη του διασκεδάστηκε και τώρα, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, ρέμβαζε και παρηγορούταν, σκεπτόμενος, ότι αυτός ήταν αναμφίβολα ο ευδαιμονέστερος, γιατί χωρίς να παρευρίσκεται σε καμία διασκέδαση, μετείχε σε τρεις ή τέσσερις συγχρόνως.
Άκουε τον απερίγραπτο θόρυβο της οικίας, που μόνος του άξιζε για τρεις ή τέσσερις εορτές και χόρευε με το κρεβάτι του ακούσια νανουριζόμενος από τα τραγούδια, τη μουσική και τους χορούς.
Έπειτα, κατά το διάλειμμα του χορού, άκουσε το μελαγχολικό τραγούδι και την κιθάρα στο δρόμο και λησμονώντας τον εαυτό του, ρωτούσε μέσα του: «Δεν έχουν τάχα πού ν' αποκρέψουν, οι δυστυχισμένοι;» Έπειτα πάλι σκέφθηκε: «Αναμφίβολα θα έχουν που ν' αποκρέψουν, αλλά προτιμούν να βλέπουν τα φωτισμένα παράθυρα».
Έπειτα, άκουε και τραγούδι και χορό εντόπιο, σε δύο γειτονικά σπίτια.
Ιδού, όλων αυτών των διασκεδάσεων μετείχε, χωρίς να είναι παρών.
Έλεγε δε στον εαυτό του «Χωρίς άλλο, για να εκτιμήσει κάποιος μουσική και χορό, πρέπει να είναι ακροατής από μακριά. Από κοντά ο γινόμενος θόρυβος κουφαίνει τα αυτιά και περιορίζει την κρίση».
Ξαφνικά αισθάνθηκε παραδόξως στα πονεμένα δόντια του κάτι σαν μούδιασμα και ενθυμούμενος τον μύθο ψιθύρισε: «Όμφακες εισί».
Αλλά να, ακούει κάτω από τα πόδια του και άλλο θόρυβο και άλλη διασκέδαση. Χορεύοντας τον συρτό ή τον καλαματιανό και τραγουδούσαν το «Μαύρο γεμενί» και το «Μύλο της θειας μου της Κοντύλως».
Κάτω από τα πόδια του ακριβώς, κατοικούσε στο ισόγειο η Σταματούλα η Γεμενίτσα με την ψυχοκόρη της, τη Μαρουσώ. Φαίνεται ότι το βράδυ εκείνο, είχαν κάμει αγάπη και οι τρεις, με τη Λεμονού και τη Χρίσταινα, μετά της Φρόσως και της Γεώργαινας και του συζύγου της και είχαν αποφασίσει «να αποκρέψουν» μαζί. Τώρα δε, αφού έφαγαν, είχαν στήσει και αυτές το χορό, ένας άνδρας και πέντε γυναίκες, με τρία μικρά παιδιά.
***
Νωρίς ακόμη, όταν ο Σπύρος είχε έλθει από το μαγειρείο, όπου έφαγε, μόλις ανέβηκε στο δωμάτιο του και άναψε τη λάμπα, ακούει ελαφρό κτύπο στην πόρτα του.
Ο προθάλαμος ήταν ακόμη γαλήνιος, γιατί δεν είχαν αρχίσει να έρχονται τα κύματα των προσκεκλημένων. 
Ο Σπύρος νόμισε ότι θα ήταν η κυρία Ζαχαρού και ότι θα ήλθε για να επαναλάβει προς αυτόν την πρόσκληση, που του είχαν κάμει ήδη οι κόρες της. Έσπευσε να ανοίξει. Έκανε λάθος, δεν ήταν η γριά. Ήταν η Μαρούσα, η ψυχοκόρη της Σταματούλας, δεκατεσσάρων ετών κορασίδα, μελαχρινή, νόστιμη, με μαύρα μάτια, με λευκό μαντήλι στο κεφάλι, την οποία προ δύο ετών, όταν ήταν μαθητής του γυμνασίου και κατοικούσε σε γειτονικό δωμάτιο, τη θυμόταν μικρή άσχημη παιδίσκη, μαύρη, ζαρωμένη, αληθινό «γυφτοκόνισμα» και η οποία τώρα είχε «ξεστρίψει» και είχε γίνει ωραία. 
Ήταν η δεύτερη ή τρίτη φορά που η μικρή ανέβαινε στο δωμάτιό του. Είχε έλθει άλλες δύο φορές για να πάρει τα προς πλύση ενδύματά του ή για να φέρει πλυμένα από τα χέρια της θετής μητέρας της.
Και τη φορά τούτη, ο Σπύρος νόμισε ότι ήλθε να του ζητήσει ρούχα και ήταν έτοιμος να τη ρωτήσει: «Θα πλύνει αύριο η μάννα σου, Καθαρή Δευτέρα;»
Αλλά η κορασίδα, πρόλαβε και του λέγει:
- Κύριε Σπύρο, είπ' η μητέρα μου, δεν κοπιάζεις κάτω, ν' αποκρέψουμε, αν αγαπάς;...
Ο Σπύρος δεν περίμενε την πρόσκληση αυτή και χωρίς να σκεφθεί απάντησε.
- Ευχαριστώ, κορίτσι μου, έφαγα εγώ, απόκρεψα, να μου την χαιρετάς.
Η παιδίσκη επανέλαβε:
- Κι αν έφαγες είπ' η μητέρα μου, να κοπιάσεις ύστερα, που θα χορέψουμε...
- Μπράβο! έχω ευχαρίστηση, είπε χαμογελώντας ο νέος, ποιοι και ποιοι θα είσθε;
- Θά ΄μαστε η μητέρα μου κι εγώ κι η κυρά-Χρίσταινα κι η Φρόσω κι η κυρά-Βαγγελή κι η κυρά-Γιώργαινα με τον κυρ Γιώργη κι ο Νίκος κι ο Τάσος κι ο Αντωνάκης της κυρά-Γιώργαινας.
- Κάτι πολλοί! είπε με θαυμασμό ο Σπύρος. 
Και τα έχετε καλά τώρα με την κυρά-Χρίσταινα και με την κυρά-Βαγγελή;
- Δεν έχουμε τίποτα...
- Τόσο καλύτερα... Χαιρέτα μου τη μητέρα σου, θα είχα μεγάλη ευχαρίστηση... μα έχω πονόδοντο και θα κοιμηθώ νωρίς.
Ήθελε να πει ναι και έλεγε όχι. Δεν του φαινόταν αξιοπρεπές να πάει «να αποκρέψει» με την πλύστρα του, άλλωστε δε, θα τον έτυπτε η συνείδηση, διότι ο μετά τόσων γυναικών, εκ των οποίων μερικές ήσαν νέες, συγχρωτισμός, δεν θα ήταν ακίνδυνος γι αυτόν και η πρόθεση του, αν δεχόταν την πρόκληση, αδύνατον να ήταν αθώα. Μάλλον θα προτιμούσε να φιλήσει εκεί στα κρυφά τη μικρή κορασίδα, την οποία απερίσκεπτα έστειλε προς αυτόν η ψυχομάνα της, αλλά δεν ήταν τολμηρός, ούτε απόλυτα διεφθαρμένος.
Απέπεμψε την παιδίσκη αλώβητη και αυτός ξαπλώθηκε στη σκληρή μαθητική στρωμνή του φιλοσοφώντας.
Ευχαριστήθηκε, διότι νίκησε τον πειρασμό και ήταν ήσυχος τώρα, σχεδόν ευτυχής.
Ιδού λοιπόν ότι τα τρία εμπόλεμα μέρη του ισογείου είχαν ειρηνεύσει και συγκεντρώθηκαν να εορτάσουν μαζί την τελευταία νύκτα της Τυρινής.
Καλά που το πήραν πονηρά, σκεπτόταν ο Σπύρος και διάλεξαν ως τόπο της διασκέδασής τους το οίκημα της Σταματούλας, ακριβώς κάτω από το δωμάτιο το δικό του, διότι αν κατέρρεε αίφνης το πάτωμα του ανωγείου υπό το βάρος των χορευτών, εκεί ήταν ελπίδα να γλυτώσουν, εκτός αν έπεφταν και οι τοίχοι και τότε ψυχή δεν θα σωζόταν.
«Τι ωραία, τι αφελή έθιμα έχει ο ελληνικός λαός, σκεπτόταν ο Σπύρος.
Ιδού ότι τρεις κατά κάποιον τρόπο οικογένειες, ενώ όλο το χρόνο ήσαν σε διάσταση, αποφάσιζαν την τελευταία μέρα της Απόκρεω να φιλιωθούν, για να εορτάσουν μαζί τη νύκτα της τυροφαγίας.
Δια τους μεν (τι τα θέλετε;) ο βίος αυτός είναι συνεχής Απόκρεω, δια τους δε είναι μακριά και θλιβερή σαρακοστή.
Ευτυχώς λαβαίνει τέλος! «Ως όασις εν τη ερήμω ας είναι τουλάχιστον διά τους δευτέρους η νυξ αύτη της Απόκρεω!»
Και αυτός, οδοιπόρος ήταν στη ματαιότητα του κόσμου.
Και γι αυτόν, η ζωή ήταν ανήφορος ατελείωτος και οδός τραχεία και μακρά τεσσαρακοστή. 
Πότε θα έφθανε στο τέρμα; 
Ίσως να καθοδηγείται από μορμολύκεια της φαντασίας του, αλλά μάντευε δυσοίωνα για το μέλλον του. Το μόνο καλό ήταν, ότι φιλοσοφούσε προκαταβολικά για κάθε τι που θα συμβεί σ΄αυτόν.
Απ΄ τους ρεμβασμούς του τον απέσπασε μία τραχεία γεροντική φωνή, που αναμείχθηκε στον χορό τον κάτω από τα πόδια του, στο οίκημα της Σταματούλας.
Η φωνή, βραχνή και με ιδιάζουσα προφορά τραγουδούσε:
«Πως το τρίβουν το πιπέρι, του διαβόλου οι καλογέροι!»
Τη φωνή αυτή, την ανεγνώρισε αμέσως ο Σπύρος. Ήταν του μπάρμπ' Αντώνη, του συζύγου της γριάς Βαγγελής, τον οποίον αυτή είχε προ πολλού διωγμένο. «Α! ήρθε λοιπόν ο μπάρμπ' Αντώνης πίσω;» σκέφτηκε ο νεαρός σπουδαστής. Θυμόταν ότι, προ λίγων μηνών, όταν ο γέρος ήταν άρρωστος, η γριά-Βαγγελή παραπονούμενη περί αυτού έλεγε:
- Τι σου κάμει δα κι αυτός ο καμέναρος! Έχει και το σύναχό του... έχασε και τις παπούτσες του... θέλει και τον τσίγαρο!...
Αλλά όταν ανάρρωσε λίγο και δεν ήθελε να δουλεύει, η γριά του έδωκε τα δικά της τα πασουμάκια να φορέσει και τον έδιωξε λέγοντας: «Ας πα να' βρει τσωμί να φά!» 
Αλλά ιδού ότι ο γέρος, αφού κυλίστηκε επί τόσους μήνες ποιος ξέρει που, εργαζόμενος για να ζει, θυμήθηκε κατά την Απόκρεω να έλθει προς την γριά του και να κάμει αγάπη με αυτήν... ίσως μάλιστα να της έφερε και λίγα κέρματα.
Το αποκριάτικο δίστιχο του μπάρμπ' Αντώνη, το επανέλαβε ευθύς ύστερα δροσερή γλυκιά φωνή νεανίδος, την οποία ο Σπύρος αναγνώρισε επίσης. Ήταν η φωνή της Φρόσως, της αδελφής της κυρά-Χρίσταινας.
Την είχε ερωτευθεί πριν λίγο καιρό τη χλωμή λεπτοφυή κόρη, την πτωχή κι εργατική, την είχε ερωτευθεί όπως ερωτεύτηκε σήμερα την Κούλα, με πλατωνικό έρωτα. Τόσο λίγο μάλιστα την πλησίασε, ώστε κατ' αρχάς αγνοούσε και τ' όνομά της.
Άκουγε στο ακρινό διαχώρισμα του ισογείου δύο ονόματα γυναικών. Φρόσω και Κατίνα, Κατίνα και Φρόσω. Αυτός Φρόσω νόμιζε την κυρά-Χρίσταινα και Κατίνα νόμιζε την αδελφή της. «Πήρε τη Φρόσω για Κατίγκω», όπως έλεγε αργότερα ο ίδιος. Και στους στίχους τους οποίους έγραψε γι' αυτήν (διότι έγραφε, αλίμονο! και στίχους, τους οποίους ευτυχώς δεν δημοσίευε) την ονόμαζε, καλή τη πίστει, Κατίνα.
«Ειπέ μου, τι τους έκαμες Κατίνα ρημασμένη!
Πώς κάθε όμμα βάσκανον εσένα μόνο βλέπει,
και κάθε γλώσσα διά σε λαλεί φαρμακωμένη;
Α! όχι τούτο διά σε, Κατίνα μου, δεν πρέπει...
Αν υπανδρεύθης, έκαμες κακόν; Θεός φυλάξει!
Ομοίως υπανδρεύονται όλοι οι φτωχοί, Κατίνα,
κι οι μαύρες σου γειτόνισσες, η τύχη σαν αλλάξει,
που λέγουν τόσα διά σε, κι εβόιξ' η Αθήνα.
......................................................................
Την συμφορά που πέρασες και την ζωή που ζούσες
την μέτρησες με βάσανα, την πλήρωσες με μίση
σκυμμένη πάντα προς την γην, ως να παρακαλούσες
την Μοίραν να σε σπλαχνισθεί και να σε βοηθήσει.
........................................................................
Στον δρόμον χθες της μάμμης σου μ' αντάμωσεν η φίλη
μία καλή νοικοκυρά, κι ετάνυσε το στόμα,
και δια σέν' αγλύκαντα και διαστρεμμένα ωμίλει.
Χαίρε, Κατίνα! κι οι γριές σ' εζήλεψαν ακόμα...»
***
Στο τρίτο τετράστιχο, υπαινισσόταν το επάγγελμα της κόρης, που βοηθούσε στην πλύση την αδελφή της. 
Στο τελευταίο απόσπασμα η γριά, για την οποία γίνεται λόγος, ήταν ίσως αυτή η Βαγγελή η Λεμονού. 
Σημειωτέον ότι η κόρη δεν είχε πανδρευτεί, αλλά είχε
αρραβωνιασθεί πριν λίγο καιρό κάποιον μικροκάπηλο, 
ο οποίος όταν πληροφορήθηκε ότι δεν είχε μετρητά, την παράτησε, αφού δωρεάν την εξέθεσε στις κακολογίες των φιλόψογων γυναικών. 
Αλλά ο Σπύρος, που θεώρησε κατ' αρχάς το γάμο βέβαιον κι έγραφε στους στίχους του ότι η κόρη «υπανδρεύθει», λυπήθηκε για τη διάλυση του συνοικεσίου, όσο εθλίβει κατ' αρχάς για τον αρραβώνα, διότι, εντωμεταξύ, έπαυσε πλέον να την αγαπά και ερωτεύθηκε αντ' αυτής την Κούλα, η οποία άγνωστο αν αγαπούσε κάποιον, αλλά αυτόν βεβαίως όχι...
Και όμως, τη νύκτα αυτή, η φωνή της νεανίδος, με όλο το σατυρικό του άσματος, τον συγκίνησε... Και έπλαθε κατά φαντασία ολόκληρο ειδύλλιο, που ποτέ δεν επρόκειτο να πραγματοποιηθεί, συμβίωσης με τη νεαρή πλύντρια, η οποία δεν φαινόταν άμοιρη τρυφερών αισθημάτων.
***
Απ΄ την οπτασία αυτή, τον εξήγειραν απότομα άγριες φωνές, που ακούσθηκαν ανάμεσα σε βόμβο ψιθυρισμών και της ξαφνικής διακοπής του τραγουδιού και του χορού, στην αίθουσα του κυρ Ζαχαρία.
Άκουσε ευκρινώς δύο λέξεις, που με αγανάκτηση και με πάθος βροντοφωνάχτηκαν, επεκράτησαν όλου του θορύβου και δημιούργησαν μακρά σιωπή, τις λέξεις: «ανάγωγε» και «αφιλότιμε».
Έτεινε το αυτί. Αλλά δεν άκουε πλέον τίποτε.
Μετά λίγα δευτερόλεπτα μόνο, άκουσε εσπευσμένα βήματα δύο ή τριών ανθρώπων, να κατεβαίνουν τη σκάλα τη νότια, της μικρής εισόδου. Αναπήδησε αμέσως και έτρεξε στο παράθυρο. Αλλά αυτοί που κατέβηκαν τη σκάλα, είχαν κάμψει τη γωνία του νότιου τοίχου και μετά λίγες στιγμές άκουσε μόνο τον κρότο της ανοιχθείσης και κλεισθείσης αυλόθυρας, απ΄ την οποία βγήκαν οι φεύγοντες.
Εντός στην αίθουσας άκουε μόνο ομιλίες, απ΄ τις οποίες ουδεμία λέξη διέκρινε. Επανήλθε στο κρεβάτι του και ξάπλωσε. Τι να συνέβαινε άραγε; Δεν ήταν και πολύ περίεργος και δεν τον έμελε. Εντούτοις έκαμε διάφορες υποθέσεις περί της αιτίας του γενόμενου θορύβου και με τις εικασίες αυτές αποκοιμήθηκε, διότι αρκετά είχε νανουριστεί ήδη από τα τραγούδια και τους χορούς. 
Ούτε η μητέρα του δεν τον είχε νανουρίσει ποτέ τόσο ηδυπαθώς, όταν ήταν παιδί, όσο τον νανούρισαν το βράδυ εκείνο οι κραυγές και οι διαχύσεις της γειτονιάς.
Μόνο μετά πολλές ημέρες, συνέβη να μάθει από τη Σταματούλα, την πλύστρα του, η οποία τα ήξερε όλα, ότι «εκείνος ο αξιωματικός, ο ξανθομούστακος, είχε θυμώσει στο χορό απάνου, με έναν που φορούσε προσωπίδα... που είχε πειράξει μια κόρη... ξαδέρφη των κοριτσιών, καλέ!... ανηψιά της κυρά-Ζαχαρούς... που είχε έρθει στον μπάλο μαζί με το αδέρφι της... και μ' έναν άλλον κύριον, που λέν΄ πως θα την πάρει... Παντρεύουνται ο κόσμος, να σου πω, δεν είναι σαν εμάς... Πώς θα γεννοβολήσουν, να πληθύν' η πλάση;»
Σημειωτέον ότι, όσον αφορά τη Σταματούλα, ήταν μυστήριο γιατί είχε χωρίσει τον άνδρα της. Αλλά αυτή επέμενε πάντοτε να ισχυρίζεται, ότι ποτέ δεν είχε πανδρευτεί. 
Ήταν τριανταπέντε ετών, ψηλή, ισχνή, αδύνατη.
Αλλά δεν ομολογούσε ποτέ ότι ήταν παραπάνω από εικοσιπέντε ετών.
Η Σταματούλα εξακολούθησε:
«Κι ένας άλλος, που δεν θέλησε να βγάλει την προσωπίδα του, την είχε πειράξει, φαίνεται στο χορό απάνου... και τότες ο αξιωματικός, ο ξανθομούστακος, ξεσπάθωσε και ήθελε να τον κόψει και τον είπε αφιλότιμο... κι εκείνος που δεν ήθελε να βγάλει την προσωπίδα, τα πήρε πλυμένα κι άπλυτα... και τό 'στριψε μαζί με άλλους δύο φίλους του, που είχαν έρθει μαζί... μα η διαγωγή του αξιωματικού του ξανθομούστακου έκαμε μία εντύπωση... κι έδωκε σε όλους νάμι... κι οι δυο κόρες της σπιτονοικοκυράς τον αγαπήσανε... κι εκείνος δεν ξέρει ποια να πάρει, ποια ν' αφήσει... 
Μα να σου πω, ως τη Λαμπρή θαρρώ πως θα έχουμε γάμους της Κούλας με τον αξιωματικό τον ξανθομούστακο...
Παντρεύουνται ο κόσμος, να σου πω!...»
***
Το ίδιο βράδυ, που η Σταματούλα διηγείτο αυτά στο Σπύρο, ο νέος ονειρεύθηκε, ότι του έπεσε ένα απ΄ τα δόντια του, εκείνο που προ πολλού του πονούσε. Και έως το Πάσχα, που τελούνταν οι γάμοι της Κούλας με το νεαρό αξιωματικό, έπαψαν οριστικά να του πονούν τα δόντια.

 Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2