Τετάρτη 11 Αυγούστου 2021

Για τα ονόματα

 


Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1902.
➖ ➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Απ’ όλες τις νοικοκυρές, όσες γιόρταζαν τα ονόματα των συζύγων τους την 7η  Ιανουαρίου, ημέρα του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, καμία δεν ασκούσε μεγαλύτερη καθαριότητα, λεπτότητα και ιδιοτροπία, παρά όση η κυρά-Διαμαντηρείζαινα, η σύζυγος του καπετάν Γιάννη του Τζαφέρη.

Ο καπετάν Γιάννης, αφού είχε αλλάξει δύο ή τρεις βρατσέρες, ένα γολετί, ένα «λόβερ» και δύο σκούνες, όλα σκάφη, καθένα  των οποίων δεν κράτησε παραπάνω από δύο χρόνια στην κατοχή του.
Άμα εύρισκε καλόν αγοραστή, τα ξέκανε, το ένα μετά το άλλο και τέλος, απ΄ τις διάφορες τούτες πωλήσεις, αφού έκαμε τον ισολογισμό του, βρέθηκε να έχει αυξήσει κατά οκτώ ή δέκα χιλιάδες δραχμές το αρχικό κεφάλαιο, το οποίο είχε όταν ναυπηγούσε την πρώτη του βρατσέρα, που δεν υπερέβαινε τις τρεις χιλιάδες δραχμές.
Λοιπόν, νέος ακόμα, σαράντα πέντε ετών, επειδή είχε πάθει και λίγο από ένα μικρό ξεπάγιασμα στις κνήμες, βαρέθηκε τη θάλασσα και άνοιξε ένα καλό μαγαζάκι, καταμπροστά στην Κολώνα, στα άνω της παραθαλάσσιας αγοράς, ακριβώς εκεί όπου οι άλλοι εμποροπλοίαρχοι των παλαιών ημερών, έδεναν τα καραβάκια τους με γερά παλάγκα και με διπλές άγκυρες, από το Νοέμβριο μέχρι το Μάρτιο μήνα, για να παραχειμάσουν στην πατρίδα, για να απολαύσουν τη θαλπωρή της εστίας και να μη χάσουν, κοντά στους αχινούς και τα στρείδια και τους αστακούς τους μαγειρευτούς με μάραθα και τα χταπόδια τα τηγανιστά με ξύδι, τις τυρόπιττες και τα «τυλιχτά» και τα «καλαπόδια» και τις «γριές» ή μεγάλες τηγανίτες και τόσα άλλα «χάδια της κοιλιάς», όσα οι καλές νοικοκυράδες ήξεραν τόσο περίτεχνα να φτιάχνουν για τους συζύγους και τους γιους τους, τους θαλασσοδαρμένους και ζητούντες της εστίας την ξεκούραση.
Το καραβάκι το δικό του, ο Γιάννης ο Τζαφέρης, καθώς έλεγε κοινώς, το άραξε ασφαλώς στην ξηρά, στην πλατεία της Εκκλησίας, για να αντικρίζει με τα πλωτά καράβια των θαλασσινών, των πρώην συναδέλφων του.
Η οικιακή άνεση και γαλήνη του πρώην ναυτικού, ήταν σχεδόν τέλεια. Η γυναίκα του, ολιγότεκνη, είχε γεννήσει ένα γιο, άλλο ένα γεννήθηκε νεκρό και ένα κοριτσάκι που πέθανε βρέφος και πλέον τίποτε.
Το τέκνο του, ο Κώστας, ο οποίος είχε μεγαλώσει και ήταν ήδη έφηβος, ήταν το μόνο στόλισμα της μητέρας, το μόνο του πατέρα στήριγμα.
Ένα μόνο παράπονο είχε ο καπετάν Γιάννης.
Η Διαμαντηρείζαινα, αν και πολύ καλή νοικοκυρά, ήταν, όπως είπαμε, μπάρα πολύ λεπτολόγος όσον αφορά την καθαριότητα  του σπιτιού της.
Η  μικρή οικοδομή, στο βορειανατολικό άκρο  της πολίχνης, συνορεύοντας με κήπους, μυρίζοντας εξοχή και άνοιξη, αποτελούταν από ένα ανώγειο, με ισόγειο κάτω και  από ένα υπερώο, στο οποίο ανέβαινε κανείς από μια σκάλα  από επτά σκαλοπάτια.
Λέμε ανέβαινε απλώς για το σύνηθες της έκφρασης, διότι αλλιώς είναι πολύ αμφίβολο εάν κανείς «ανέβαινε» ποτέ στο άδυτο εκείνο.
Η κυρά-Διαμαντηρείζαινα, τόσο το άσπριζε, το ασβέστωνε, το σφουγγάριζε, το παράκανε - σχεδόν καθημερινά - το ανωφερές εκείνο άδυτο του οίκου, οπού είχε τα Εικονίσματα με την κανδήλα, λίγα κιβώτια, ένα κομό, καναπέ, κτλ., ώστε τούτο άστραφτε κυριολεκτικά από τη λευκότητα και την καθαριότητα.
Ουδέποτε, επ’ ουδενί λόγω θα επέτρεπε στο σύζυγό της, στο γιο της, στη μητέρα, στην αδελφή της, στην πεθερά της, στην ανδραδέλφη της, να ανεβούν εκεί επάνω. Αυτή και μόνη ανέβαινε, συνήθως μία φορά την ημέρα, την ώρα κατά την οποία ακουγόταν η καμπάνα του εσπερινού, για να ανάψει το καντήλι, να κάμει το σταυρό της και να θυμιάσει.
Για τούτο είχε ένα ζευγάρι από λευκότατα παπούτσια, τα οποία  εκεί επάνω μόνο φορούσε. Ανέβαινε με τις συνηθισμένες γόβες της έως το κεφαλόσκαλο, τις άφηνε εκεί και φορούσε τα ιδιαίτερα παπούτσια ή κουντούρες (παντόφλες μυτερές).
Είχε και δύο ή τρία «πατήματα» ή «ψαθιά», καθαρότατα, στρωμένα κατά αποστάσεις, ανά ένα και μισό βήμα, όπως ρίχνουν στα ποτάμια και τα περάσματα των χειμάρρων πέτρες εδώ κι εκεί, κατά πλάτος του ρέματος, για να πατήσουν. Πατούσε σ΄ αυτά και με ευλάβεια πλησίαζε στο εικονοστάσιο, για να εκπληρώσει τα θρησκευτικά της χρέη.
Ο  άλλος, ο καπετάν  Γιάννης, διηγούταν αυτά, κατά τα φαινόμενα παραπονούμενος, ίσως μάλλον πράγματι ευχαριστημένος, στους στενότερους φίλους του.
— Ακούς εσύ, βρε αδελφέ!. . . να έχει βάλει όλο το σεβντά της στο σπίτι της, στο προικιό της, στο επάνω πάτωμά της! Να θέλει και καλά, να το κάμει να μιλεί, να φέγγει, να ΄στράφτει!. . . Δε λυπάται  τον κόπο της η σκύλα, να ασβεστώνει τρεις φορές την εβδομάδα, πέντε φορές την εβδομάδα να σφουγγαρίζει!. . .
Μ’ έχει αφανίσει στον ασβέστη, δεν προφταίνω να της αγοράζω σφουγγάρια. . . Κάθε Σάββατο έρχεται ο Στέργιος ο Καμινής και μου γυρεύει λεπτά. . . Τ’ ακούτε σεις!. . . Οι βουτηχτάδες, οι Καλύμνιοι, οι Αιγινήτες, οι Τρικεριώτες, δεν έχουν άλλο μουστερή μεγαλύτερο από μένα.  Μάθανε τώρα το δρόμο και πηγαίνουν τα ίσα στο σπίτι.
«Σφουγγάρια. καλά! Σφουγγάρια καλά!».
Απ’ το Θεό να τό ’βρει, η σκύλα! μ’ αφάνισε. . .
Αλλά και το κάτω πάτωμα, η συνήθης κατοικία της οικογένειας, δεν έμενε πίσω στην καθαριότητα και επιμέλεια εκ μέρους της νοικοκυράς. Η εστία, οι τοίχοι, η οροφή, όλα έλαμπαν, το πάτωμα ήταν στρωμένο με ψάθες και με μεντέρια, τα οποία κάθε πρωί, συχνά και το βράδυ, ξεστρώνονταν, τινάσσονταν επιμελώς, σκουπιζόταν το πάτωμα, έπειτα σφουγγαριζόταν, πότε όλο, πότε μέρος και πάλι τα μεντέρια στρώνονταν και διευθετούνταν όμορφα-όμορφα, ώστε τα ζήλευε κανείς να τα βλέπει.
Ένα απόγευμα, η Διαμαντηρείζαινα έτυχε να ανακαλύψει -ανήκουστο πράγμα - έναν κοριό να έρπει πάνω στην ψάθα, προϊόν που δεν είχε δικαίωμα εισόδου στο σπίτι. Υποπτεύθηκε αμέσως, ότι το ζωύφιο θα είχε πέσει από το φόρεμα μιας πτωχής γειτόνισσας, η οποία, προ ολίγου είχε έλθει να ζητήσει ένα δοχείο λάδι δανεικό.
Τόσο συγχύσθηκε, ώστε ενώ προ μιας ώρας μόλις είχε στεγνώσει το πάτωμα από το πρωινό σφουγγάρισμα και μόλις είχε στρώσει τα μεντέρια, αμέσως βάλθηκε σε νέο κόπο πάλι κι άρχισε να τα ξεστρώνει όλα, ψάθες, κιλίμια, μαξιλάρες, μεντέρια και να τα μεταφέρει έξω στην αυλή, να τα τινάζει εκ νέου, να ερευνά λεπτομερώς το πάτωμα και τέλος, όταν δε βρήκε πουθενά δεύτερο άτομο του μυσαρού ζωυφίου, αποφάσισε τέλος να στρώσει εκ νέου όλα τα μεντέρια της.
* * *
Κατά τη Σύναξη του Αγίου ’Ιωάννου, την επομένη των Φώτων, εόρταζε, όπως είπαμε και ο καπετάν Γιάννης ο Τζαφέρης, μαζί  με όλους τους άλλους Γιάννηδες. Υπήρχαν δε πολλοί στο χωριό. Σχεδόν κάθε τρίτο σπίτι είχε ένα Γιάννη, τους οποίους ήξεραν ακριβώς όλους και είχαν τον κατάλογο, οι δύο πιστοί φίλοι, ο Αποστόλης ο Καλούμας κι ο Πέτρος ο Γύφταρος και οι δύο βαστάζοι της αγοράς.
Δεχόταν δε εξαιρετικά κατά εκείνη τη μέρα η Διαμαντηρείζαινα, όλους τους επισκέπτες, όλο το χωριό, σχεδόν χωρίς να μορφάζει. Την ημέρα εκείνη, έκανε θυσία το κάτω πάτωμα του σπιτιού της.
Είχε όμως ιδιαίτερη υπηρεσία διοργανωμένη στην αυλή, μέσα απ΄ την αυλόπορτα, για τα ξυπόλυτα και τους μάγκες της αγοράς, τους οποίους φίλευαν εκεί διά χειρός της μητέρας της ή της αδελφής της, χωρίς να τους επιτρέπει να εισέλθουν στο σπίτι.
* * *
Μία χρονιά, πριν έλθουν ακόμη οι μεγάλες γιορτές του χειμώνα, οι δύο αυτοί πιστοί φίλοι, ο Αποστόλης ο Καλούμας 
κι ο Πέτρος ο Γύφταρος, κατά διαβολική σύμπτωση, είχαν μαλώσει μεταξύ τους.
Κατά τα άλλα χρόνια, συνήθιζαν οι δύο να πηγαίνουν «κονσέρβα», όπως έλεγαν, δηλαδή σαν δύο συμπλέοντα πλοία, να φέρουν γύρα σε όλα τα σπίτια όσα γιόρταζαν και του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Ιωάννου και τις άλλες εορτές, που έχουν πολλά ονόματα.
Οι δύο  αχώριστοι  φίλοι, ο ένας στολισμένος τα εορτάσιμα, ο άλλος με τα μοναδικά ρούχα που είχε, ο πρώτος φέροντας στα πρησμένα πόδια του πατημένα πέδιλα, ο δεύτερος ξυπόλυτος, άρχιζαν το πρωί, απολείτουργα, την περιοδεία τους από τη μία άκρη της κωμοπόλεως στην άλλη.
Μία φορά, ο Πέτρος ο Γύφταρος, με ελαφρότητα κάπως, είχε πεI με αυθάδεια, ότι «σηκώνουν τα υψώματα» οι δύο τους. Ακούγοντας την ασεβή παρωδία ο Αντώνης Μαραγκάκης ο νωματάρχης, Κρητικός την καταγωγή, τους φίμωσε με την επιφώνηση:
— «Ψώματα! ψώματα!», δηλαδή «ψέματα! ψέματα!» και έκτοτε ο Γύφταρος δεν τόλμησε πλέον να το ξαναπεί. Ωστόσο εξακολουθούσαν πάντοτε την περιοδεία τους στα σπίτια.
Αλλού τους φίλευαν τηγανίτες ή λουκουμάδες, σπανιότερα μισό χαμαλί (μικρό τρίγωνο γλύκισμα), συνηθέστερα λουκούμι ή μόνο στραγάλια, από τα οποία γέμιζαν τις τσέπες τους.
Σχεδόν σε όλα τα σπίτια, τους κερνούσαν ροσόλι ή μαστίχα ή ντόπια από σταφύλια ρακή.
Ο  Αποστόλης ο Καλούμας, συνήθιζε πολύ πρωί, τις μέρες των εορτών που είχαν πολλά ονόματα, για να μην κάνει λάθος και παραλείψει κανέναν εορτάζοντα, ενώ ακόμη ο κόσμος ήταν στην Εκκλησία και αυτός ήταν νηφάλιος, να περνά από όλα τα σπίτια  των Γιάννηδων (ή των Νικολάκηδων, των Γιώργηδων κτλ.) και να σημειώνει δίπλα στην εξώπορτα ή τη σκάλα, στον τοίχο, με μικρό κάρβουνο, λεπτότατη μαύρη γραμμή σαν το γιώτα του αλφάβητου, ώστε να την  βλέπει αυτός και μόνο.
Τούτο το έκανε, για να μη λησμονήσει κανένα εορτάζοντα, ζαλισμένος όπως θα ήταν, κοντά το μεσημέρι, από τα πολλά πιοτά.
Ύστερα, όταν έβγαινε από το σπίτι, μετά την επίσκεψη ή και πριν να μπει, πολύ επιδέξια, με κιμωλία άσπριζε και εξάλειφε όσο το δυνατόν τη μαύρη γραμμή.
Εφέτος όμως, ο Πέτρος ο Γύφταρος αποφάσισε να τον βγάλει απ’ αυτόν τον κόπο.
Ήταν το πρωί του Αγίου Νικολάου και οι δύο φίλοι, όπως είπαμε, ήταν μαλωμένοι. Ο Πέτρος ήξερε ότι, αφού τα είχε χαλασμένα με τον Αποστόλη, αυτός θα έκανε τις επισκέψεις μόνος του, αυτός δε, ξυπόλυτος όπως ήταν και απεριποίητος, «αζήλευτος», δύσκολα θα τολμούσε να μπει στα σπίτια και δεν θα απολάμβανε πολλά κεράσματα, ούτε θα έπινε αρκετά ποτά χωρίς να πληρώσει.
Κοντά στον Αποστόλη, που ήταν κατά κάποιον τρόπο προστάτης του, περνούσε κι αυτού η μπογιά του. Τώρα όμως, μόνος του, δεν θα καλοπερνούσε πολύ στις επισκέψεις.
Για να εκδικηθεί τον Αποστόλη, να τι τον σόφισε ο διάβολος να κάνει.
Το πρωί εκείνο, ώρα του όρθρου της εορτής της 6ης Δεκεμβρίου, ενώ ο Αποστόλης, περνώντας από σπίτι σε σπίτι, χάραζε το μυστηριώδες σημείο του στο πλάι κάθε πόρτας, ο Πέτρος, ακολουθώντας τον με προφύλαξη, κρυβόμενος στις γωνίες και τα σοκάκια, ερχόταν πίσω του, ανακάλυπτε τη μαύρη γραμμή, την οποία είχε χαράξει μόλις ο Καλούμας, καθότι έφεγγε ήδη αρκετά η ανατέλλουσα ημέρα και με την κιμωλία, υποσημείωνε και άσπριζε το μαύρο σημείο.
Αλλά δεν αρκέστηκε σε τούτο μόνο το αρνητικό έγκλημα, θέλησε να προσθέσει και άλλη θετική επιβουλή και όπου έτυχε, σε τέσσερα ή πέντε σπίτια, όπου δεν υπήρχαν Νικολάκηδες εορτάζοντες, έγραψε με κάρβουνο το σημείο όπου συνήθιζε ο Αποστόλης. Έτσι ήταν βέβαιος, ότι ο παλιός φίλος και τώρα εχθρός του, θα αποπλανιόταν και θα έμπαινε σε σπίτια Γεώργηδων ή Γιάννηδων ή Κωσταντήδων, όπου θα την πάθαινε. . . και τότε ο Πέτρος, ο οποίος θα φρόντιζε να βρεθεί εκεί σιμά, θα γελούσε με όλη του την καρδιά.
Το πρωί ο Αποστόλης, αφού είχε γυρίσει όλο το χωριό, έφτασε  στην βορεινή εσχατιά, σιμά στην οικία του Τζαφέρη. Δίπλα στην αυλή αυτή, ήταν κολλητή μία άλλη αυλόπορτα, του Νικολάκη του Κουνιέλη, ο οποίος θα γιόρταζε την ημέρα εκείνη. Ο Αποστόλης έγραψε το μαύρο γιώτα κοντά στην δεύτερη αυτή αυλόπορτα και απομακρύνθηκε.
Μετά μία στιγμή, ο Πέτρος βγήκε από την σκιά μιας καμπής του δρόμου, πλησίασε, έσβησε με την κιμωλία το μαύρο σημάδι από την πόρτα του Νικολάκη του Κουνιέλη, χάραξε μαύρο στην αυλόπορτα του Γιάννη του Τζαφέρη κι έφυγε.
Κοντά το μεσημέρι ο Αποστόλης, αφού είχε φάει πολλούς λουκουμάδες και τηγανίτες στα σπίτια και είχε πιει πάνω από είκοσι ροσόλια, ρώμια και ρακιά, φέροντας αδιάκοπα το χέρι στην τσέπη του, βγάζοντας στραγάλια και μασώντας στο δρόμο, έφτασε στη γειτονιά του Τζαφέρη. Βλέπει τη μικρή κάθετη γραμμή στην πόρτα του και αδίστακτα εισέρχεται.
Την ίδια στιγμή, ο Πέτρος ο Γύφταρος, προβάλλει από μία γωνία εκεί, πλησιάζει και στέκεται έξω από την αυλόπορτα.
— Καλημέρα σας ! Καλή χρονιά! Χρόνους πολλούς!. . .
Πολλά τα έτη σας! Να χαίρεστε το Νικολάκη σας! Να ζήσετε!
Ότι επιποθείτε!
Μ’ έναν καλό γιο, κόρη μου! Να χαίρεστε! Να είστε καλά!
Να ζήσει ο Νικολάκης!
Ακουγόταν μέσα απ΄ την αυλή ερχόμενη, ηχηρή η φωνή του Αποστόλη.
Και μετά μία στιγμή, απάντησε γυναικεία φωνή.
— Μη!. . .  Μη!. . . Μη!. . . Μη μου λερώνεις τη σκάλα!  όξου, Αποστόλη! Τι σου ήρθε; Μουρλάθηκες, Αποστόλη! Τι καληχρονίζεις και καλό να μό’ χεις; Τι Νικολάκη μου λες; … Εδώ, δίπλα γιορτάζει  ο Νικολάκης ο γείτονας…
Θα ζαλίστηκες πιστεύω καημένε, απ’ τα κεράσματα τα πολλά που ήπιες στα σπίτια! Στο καλό, Αποστόλη!
Στη φωνή αυτή, απάντησε μεγάλος καγχασμός από το δρόμο έξω και συγχρόνως, ο Πέτρος ο Γύφταρος, εισόρμησε στην γειτονική αυλή και την οικία, όπου άρχισε να διηγείται στους νοικοκυραίους και τους επισκέπτες το πάθημα του Αποστόλη, μετερχόμενος το μέσον τούτο σαν εισιτήριο για τον εαυτόν του, τον ξυπόλυτο.
— Καλημέρα, καλή χρονιά σας! Να χαίρεστε το Νικολάκη! Ακούτε, ακούτε, τι γένηκε από κει, στην αυλή του γείτονα σας, του Γιάννη!
Ο Αποστόλης, ο συνάδελφος μου, μεθυσμένος, έκαμε λάθος και μπήκε στο σπίτι του γείτονά σας του Γιάννη, αντί στο δικό σας. Εβίβα! να χαίρεστε!. . .  
Καλή χρονιά!. . . 
Αυτά έπαθε ο Αποστόλης, ο φίλος μου.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2