Παρασκευή 13 Αυγούστου 2021

Δημαρχίνα νύφη


Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1912

Τη μετατροπή του κειμένου στην καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο 
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Τριάντα τόσα κομμάτια καράβια είχαν καταπλεύσει στο λιμάνι. Δέκα μεγάλα βρίκια, δώδεκα γολέτες και δύο ή τρία μπάρκα ή τρικάταρτα και χωριστά άλλα μικρότερα, κότερα, βρατσέρες και λόβερ. Και τότε  ο μακαρίτης ο γέρο-Γιαλέδης, ο οποίος ήταν σφόδρα ενάντιος στην ιδέα, για την οποία είχαν παραταχθεί σαν σε ναυμαχία όλα τα σκάφη τούτα, έλεγε προς έναν άλλο νεότερο ομόφρονά του ένα παλιό δίστιχο:
«Ήρθαν τ᾿ ανθρωπάκια
απ᾿ τα καραβάκια.»
Όλες οι παλιές ναυτικές οικογένειες του τόπου, Μαϊμπαίοι, Γιακουμπαίοι, Κουμπαίοι, Χαναίοι, Μολεγοναίοι, Μπουμπαίοι (και ο διηγούμενος τούτα πρόσθετε: Μπουλμπεραίοι, Αστραφταίοι, Μπουμπουναίοι και Καρουταίοι, Σταχταίοι, Σπουρναίοι, Καπναίοι και λοιποί) είχαν βάλει πείσμα, ότι έπρεπε να εκλεχθεί εξάπαντος στην επικείμενη δημοτική εκλογή, ως άρχοντας του τόπου, ο κ. Νίκος Αγγούδης, νεαρότατος δικηγόρος της τελευταίας κοπής, νεωτεριστής, ερωτύλος, φιλόκοσμος και φιλόδοξος στο έπακρο, γλεντζές και κιθαρωδός (έπαιζε «κριθάρα», κατὰ τη φράση του Ρήγα Διοματάρη, ενὸς απ΄τους θερμούς υποστηρικτές του) και ο μόνος κατάλληλος για να δοξάσει τον τόπο.
Και ήταν πράγματι βέβαιο ότι θα εκλεγόταν, με τόση φοβερή επιστράτευση πλοιάρχων και πληρωμάτων.
Άμα οι αντίθετοι είδαν τη μεγαλόσωμη ναυτική ακρίδα ή την αγέλη αυτή των ορνέων των θαλασσινών, που ενέσκηψε στο λιμάνι, άρχισαν εν χορώ να τραγουδούν το:
«Πολλή μαυρίλα πλάκωσε!»
Όλος σχεδόν ο στολίσκος από ιστιοφόρα του μικρού νησιού είχε επιστρατευθεί. Ένα μόνο μεγάλο καράβι, του καπετάν Αλέξη του Παγούρη άργησε να φανεί και δε φαινόταν στη γενική συνάντηση  των σκαφών των ξύλινων. Το περίμεναν απὸ μέρα σε μέρα να φανεί, μάταια. Δεν ήλθε σε όλο το διάστημα του εκλογικού αγώνα, δεν ήλθε ούτε την παραμονή της εκλογής, δεν ήλθε ούτε στα επινίκια.
Αλλά ούτε μετά τις εκλογές ποτὲ ήλθε.
Μάταια η καπετάνισσα, η Αρχόντω, η γυναίκα του Αλέξη Παγούρη έβγαινε κάθε πρωί και κάθε απόγευμα στο λιακωτό δώμα, ανάμεσα στις δύο και τρεις κομψές και λεπτές κολώνες που στήριζαν τη στέγη και στεκόταν εκεί ώρες, με το ναυτικό κιάλι στα μάτια και αγνάντευε το μακρό πέλαγος, εξέταζε τα κύματα και διερευνούσε με το βλέμμα τα χαριτωμένα νησάκια, τους μακρινούς αλλά και τους παράκτιους βράχους.
Ίχνος ιστίου δεν έβλεπε πουθενά, ούτε σαν φτερό γλάρου, ούτε σαν λοφιὰ πάπιας, ούτε σαν κεφάλι καλλικατζούνας, ούτε πίσω από τους χαμηλούς σκοπέλους, ούτε πέρα από τη Μπούτα, ούτε από κει από το Καλαμάκι, ούτε προς την ανατολική, ούτε προς τη δυτική ακτή.
Κι επανερχόταν με αθυμία η γυναίκα στο δωμάτιό της και άφηνε το κιάλι το άχρηστο κι έτρωγε το πικρό δείπνο της με συντριβή και καθόταν στο σκληρό καναπέ της αγωνιούσα.
Και ήταν μόνη στο ωραίο κομψό σπίτι της η Αρχόντω, αυτή και η εικοσαετής ανιψιά της η Φλωρού, την οποία είχε υιοθετήσει, μη έχουσα θυγατέρα, επειδή τους δύο γιους της, τον Αργύρη και τον Κώτσο, τους είχε μαζί του στο καράβι ο πατέρας τους. Κι η κομψή ακρινή οικία, μάρτυρας της φιλοκαλίας του κτήτορά της, στεκόταν  εκεί επάνω στα Σχιναδέικα, σε μεγάλη προβλήτα προς το γιαλό του Επάνω Μαχαλά, στη γωνία ακριβώς μεταξὺ δύο κολπίσκων και πάνω από τον παλαιό μώλο με τους βράχους τους σπαρτούς, πάνω στους οποίους διαβάζονταν ακόμη κατά την παράδοση ή την πρόληψη, τα γράμματα του Θεμιστοκλέους προς τους Ίωνες της Μικράς Ασίας, προτρέποντας αυτοὺς να αποταχθούν το μισητό βάρβαρο και να προσέλθουν στη γλυκιά Ελλάδα τη μητέρα τους.
* * *
Πώς να παρηγορηθεί η Αρχόντω για την απουσία του συζύγου της, αφού ήταν εκ των προτέρων γνωστό, ότι αυτός, όπως και όλοι οι πλοίαρχοι, είχε δώσει υπόσχεση να έλθει στις εκλογές! Ιδοὺ ήταν Παρασκευή, ξημέρωνε το Σάββατο και μεθαύριο θα ξαναξημέρωνε Κυριακή, ημέρα των εκλογών και το καράβι δε φάνηκε.
Η καπετάνισσα, καθώς λέγει το παραμύθι, «έμπαινε κι έβγαινε και βαριαναστέναζε».
― Μάννα, της λέγει με πολὺ δισταγμό η ανεψιά, η ψυχοκόρη της, ακούς, τι άκουσα να λένε, πως η γριά η Γκότσαινα, πού ᾽ναι μάγισσα…
― Ξορκισμένη νά ᾽ναι, παιδί μου, απάντησε η Αρχόντω.
― Μα ακούς, μάννα…, επανέλαβε η κόρη, επειδή αφού μιας και άρχισε αισθανόταν την τόλμη να εξακολουθήσει.
― Δεν ακούω τίποτα, είπε αυστηρά η Αρχόντω.
Η κόρη «αποδακώθηκε» και σώπασε.
Μετά μία ώρα, αφού είχε σηκωθεί απὸ το πικραμένο δείπνο της η καπετάνισσα, πριν σηκωθεί να κάμει την προσευχή της για να πλαγιάσει, αίφνης της λέγει:
― Τί έλεγες, Φλωρού, για την γριά-Γκότσαινα, τη μάγισσα;
― Ναι, αλήθεια μάννα, του Ραχιώτη το καράβι, ακούς, που έλειπε καιρό και καιρό κι ήταν φόβος, δεν ήθελε η Ραχιώταινα, ακούς, να πάρει τη Γκότσαινα να της κάμει τα μάγια μες στο αυγό, να ιδεί με  τα μάτια της η καπετάνισσα ανίσως είναι καλά το καράβι ή όχι και τότε η Γκότσαινα της λέει κι αν φοβάσαι τα μάγια, πέσε στα θεοτικά, πάρε ένα κορίτσι απάρθενο, αθώο, ως ένδεκα χρονώ να είναι, κατέβασε ένα κόνισμα απ᾿ το κονοστάσι, δώσ᾿ της το στα χέρια να  το κρατεί ώρα πολλή και να το κοιτάζει ατράνταχτα, χωρὶς να ξεκολλήσει μήτε στιγμή απ᾿ το κόνισμα το μάτι. Και τότε το κορίτσι θα φωτισθεί και θα το ρωτήσεις, τι βλέπεις; Κι εκείνο θα σου πει βλέπω το και το, ή βουλιαμένο είναι το καράβι, ή αβούλιαχτο.
― Δάκω τη γλωσσά σ᾿, είπε η Αρχόντω.
― Ναι, ο λόγος το λέει. Έτσι της είπε η Γκότσαινα κι έτσι έκαμε η Ραχιώταινα. Επήρε το κορίτσι του καπεταν Λιμπέριου, τη Χ., που είναι ως ένδεκα χρονώ, καθαρό, αθώο, όπως της είπε η Γκότσαινα και της έβαλε το κόνισμα στα χέρια και κάθισε και το κοίταζε μιαν ώρα.
Κι ύστερα την ερωτά: τι βλέπεις; Και της είπε. Βλέπω το καράβι που αρμενίζει με πρύμον καιρό, με τα πανιά φουσκωμένα κι ο καπετάνιος στο τιμόνι κατὰ δω έχει την πλώρη. Και αληθινά, σε τρεις μέρες, ήρθε το καράβι. Το θυμάσαι; μήνας είναι απὸ τότε.
Η Αρχόντω, μετά μικρή σκέψη είπε:
― Πας να τη φωνάξεις;
― Ποια, την Χ. του καπεταν Λιμπέριου; Τέτοιαν ώρα έρχεται;
― Τι ώρα είναι; Οι κότες τώρα κάτιασαν.
― Πώς να πάω, μάννα; Φοβούμαι.
― Βγαίνω στο παραθύρι και σ᾿ αγναντεύω, σε φυλάω με το μάτι. Τρεις πόρτες παραπέρα είναι.
―Ας πάω.
Η κόρη βγήκε, κατέβηκε στο δρόμο κι η θεία της άνοιξε το παράθυρο και την ενθάρρυνε. Μετά πέντε λεπτά, άκουσε τη φωνή της, που καλούσε τη μικρή κόρη του καπετάν Λιμπέριου.
― Χ., ε, Χ.
― Τι είναι; Ποιος φωνάζει;
― Κατέβα να σου πω.
Άκουσε μικρό θόρυβο, συνεννοήσεις, φωνές της παιδίσκης απὸ το δρόμο, της μητέρας της απὸ το μπαλκόνι. Και μία τελευταία παραγγελία.
―Ας είναι, πήγαινε. Νὰ ᾽ρθεις γλήγορα.
Και μετά λίγα λεπτά, οι δύο κορασίδες ανέβαιναν τρέχοντας τα σκαλοπάτια του σπιτιού του καπετάν Αλέξη.
* * *
Η Χ. ήταν χλωμή, λευκή και λεπτοφυής πάρα πολύ. Γρήγορα τελέσθηκε το πείραμα. Η μικρή παιδίσκη επὶ ώρα κρατούσε ένα εικόνισμα της Παναγίας με τα δύο χέρια της. Εντωμεταξύ, η καπετάνισσα η Λιμπέραινα, είτε γιατί στενοχωριόταν απ΄ την παρατεινόμενη απουσία της κόρης της, είτε μάλλον γιατί επιθυμούσε να είναι κι αυτή παρούσα στη διεξαγωγή της μαντείας, έφτασε στο σπίτι της Παγούραινας. Μετά αρκετή ώρα, όταν η Αλέξαινα, καθισμένη αντίκρυ απ΄ τη μικρή, είδε κάπως τα μάτια της να ανοιγοκλείνουν απὸ κούραση ή ζάλη, την ερωτά:
― Τι βλέπεις;
― Βλέπω, απάντησε η παιδίσκη, ένα καράβι. Βλέπω σύννεφα πολλά, θολά, τρεχούμενα, ανακατωμένα… φουσκοθάλασσα, τρικυμία, θεόρατα κύματα, που χτυπούν απάνω στους βράχους, στον κάβο, στην ακρογιαλιά.
― Και πώς το βλέπεις το καράβι; ρώτησε με κομμένη αναπνοή η Αρχόντω.
― Το καράβι, σύντριμμα και τρομάρα… αχ! και ένας, δυο, τρεις νομάτοι που πλέουν, τους συνεπαίρνει το κύμα (ύψωσε αλληλοδιαδοχικά τρία δάκτυλα του δεξιού χεριού της), τους χτυπά  η θάλασσα απάνω στα βράχια, που πολεμούν να πιαστούν, τους αρπάζει ξανά πίσω το κύμα, πάλι τους πετά εμπρός, τους χτυπά, πω, πω! απάνω στα γκρίφια κι οι νομάτοι ζαλισμένοι, μισοπνιμένοι, μισοσκοτωμένοι, δεν μπόρεσαν να πιαστούν. Βουλιούν, βούλιαξαν, πάνε, άμοροι έγιναν. Οι δυο επήγαν στον πάτο κάτω κι ο ένας ακίνητος, με γουρλωμένα μάτια, φαίνεται σαν να γλυκοκοιμάται απάνω σε μιαν αμμουδιά μικρή ως τρεις πιθαμές, ανάμεσα σε δυο ολόμαυρους βράχους· (τόση δα, ως τρεις πιθαμές, έκαμε με το αριστερό χέρι της σχήμα σαν να μετρούσε).
* * *
Τέλος διεξήχθη πανηγυρικά η εκλογή, ο υποψήφιος της νέας εσοδείας πήρε το διπλάσιο των ψήφων απὸ τον παλαιό, τον πολὺ φημισμένο άλλοτε και ισχυρό αντίπαλό του.
Εορτάστηκαν με ενθουσιασμό τα επινίκια. Χαρά και αγαλλίαση με άφθονες σπονδές στην αγορά, στα Αλώνια και τα Λιβάδια, όπου  έως τότε έβοσκαν ήσυχα τόσα άκακα κτήνη.
Όλος ο συμμαχικός στόλος σημαιοστολίστηκε.
Ποικίλα λαλούμενα, βιολιά και λαγούτα. Γύφτοι με κλαρινέτα, φυσώντας και χορεύοντας, πήδησαν, αλάλαξαν, κυλίστηκαν, επικεφαλής της βακχικής πομπής. Γυναίκες χρεμέτισαν απὸ τη μέθη τους και παιδιά ολόλυξαν απὸ τη λαχτάρα τους, απὸ τους δρόμους και απὸ τους εξώστες και τις στέγες τρέχοντας, στα πλευρά και στην ουρά της πλημμύρας της λαϊκής αγέλης.
Είχαν βέβαια δίκαιο να χαρούνε τόσο. Ο νέος δήμαρχος έμελλε, όπως έγραφε και στο πρόγραμμά του και είχε δημοσιευθεί στην «Παλίρροιαν» της Χαλκίδος και στο «Μη χάνεσαι» των Αθηνών, να κατορθώσει πολλά και μεγάλα έργα. Εν πρώτοις απόφαση είχε να κατεβάσει από το βουνό τη βρύση του Προφήτου Ηλιού και να την εγκαταστήσει στη μικρή πόλη.
Είκοσι χιλιάδες δραχμές εισόδημα είχε ο δήμος και πεντακόσιες τουλάχιστον χιλιάδες θα χρειάζονταν, για να κατορθωθεί αυτό το μεγαλεπήβολο έργο, ώστε να πάψουνε πλέον οι εκλογείς να πίνουνε νερό απ΄ τα πηγάδια και ας ήταν αυτά φλεβώδη και πολύ υγιεινά.
Τι θα του κόστιζε του νεαρού εκλεκτού να βρει κάπου πεντακόσιες χιλιάδες για να το εκτελέσει;
Επίσης, ο νέος δημοτικός άρχοντας δεσμεύτηκε, να ιδρύσει στον τόπο εταιρεία «Αλληλοβοηθείας» μεταξύ των ναυτικών. Για τούτο όλοι οι πλοίαρχοι - και για να τον αποζημιώσουν διότι θα έχανε ο άνθρωπος την πελατεία του στην έδρα του Πρωτοδικείου - προκατέβαλαν χιλιάδες δραχμές στα χέρια του.
Και η μεν «αλληλοβοήθεια» ποτέ δεν ιδρύθηκε και η βρύση του Προφήτου Ηλιού έμεινε για πάντοτε στο βουνό, εκεί που ήταν.
Στην εφημερίδα «Μη χάνεσαι» δημοσιεύθηκε μετά μερικούς μήνες, ότι «ο μεγαλοπράγμων δήμαρχος κ. Ν. Αγγούδης κατασκεύασε τρεις ωραίους δρόμους που διασχίζουν το νησί, εκ των οποίων ο ένας οδηγεί στη θάλασσα, ο άλλος εκβάλει στη Μακεδονία και ο άλλος στην παλαιά Ελλάδα».
Φώτισε ακόμη την πόλη με δεκατρείς φανούς για να βλέπουν τη νύκτα οι νυκτοβάτες και για να γκρεμοτσακίζονται την αυγή οι εργατικοί που θα ξυπνούσαν πολύ πρωί για να πάνε στην εργασία τους.
Επίσης ξόδεψε λίγες χιλιάδες του Δήμου του φτωχού, για να κάμει λέει: «αρτεσιανά φρέατα». Ύστερα από λίγους μήνες, τα ψευτοπηγάδια χάλασαν και τότε η θεια Μορισίνα η αποσώστρα, αφού πήγε ένα βράδυ και δεν βρήκε σταγόνα νερού, είπε το σοφόν: «παλαβώσανε και τα φτιάξανε! παλαβώσανε και τα χαλάσανε!»
Τέλος, αφού κατόρθωσε όλα αυτά ο Δήμαρχος, πήρε την κιθάρα του κι έπλευσε στο απέναντι νησί, όπου φημιζόταν ότι υπήρχαν πλούσιες νύφες.
Διοργάνωσε εκεί, επειδή αυτός ήταν καλός κιθαρωδός, γλέντια και ξενύχτια με τη νεολαία του τόπου. Όλη τη νύχτα «έπαιζε κριθάρα», όπως έλεγε ο Διοματάρης και έλεγε μερακλήδικα τραγούδια.
Μια ορφανή πλούσια, δεν μπορούσε να βαστάξει τη γλύκα και το πάθος της κιθάρας του κ. Δημάρχου και μετά λίγο καιρό έγινε ο αρραβώνας και κατόπιν τελέσθηκε ο γάμος τους.
* * *
Εντωμεταξύ, η πτωχή Αρχόντω, η χήρα του πνιγέντος πλοιάρχου έκλαιγε το σύζυγο και τους γιους της και οι πλοίαρχοι έκλαιγαν τις προκαταβολές τους. Και πέρα απ΄ το πέλαγος στο αντικρινό νησί αντηχούσαν βακχικά γαμήλια άσματα.
Σε λίγο χρόνο, αφού συμπληρώθηκε η τετραετία του, ο μεγαλοπράγμων Δήμαρχος μετακόμισε τη δημοτικότητά του, τη φιλοπατρία, την κιθάρα και όλα τα προγράμματά του στην πέρα μεγάλη νήσο και έπαψε πλέον να κατεβάζει από το βουνό στην πόλη τη βρύση του Προφήτου Ηλιού.
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2