Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2021

Το Σπιτάκι στο λιβάδι

Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1896
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐

Δεν είχε μείνει πλέον ούτε τόσο νερό στη μικρή λίμνη, όσο για να καραβίσουν ο Παντελής ο Φάντης και ο Χαράλαμπος ο Σανταβελής τα καραβάκια τους, όταν δραπέτευαν κάθε δειλινό από το σχολείο, με τις σάκες τους κρεμασμένες κάτω απ΄τη μασχάλη και τρέχοντας, ανασήκωναν τα παντελόνια τους από μακριά, ούτε τόση μούργα, όσο για να γεμίζει κάθε πρωί και βράδυ τη μικρή φιάλη της η γριά-Παναγιού η Κοτρονιώτισσα, πηγαίνοντας από βούρκο σε βούρκο και ξεχωρίζοντας με τον πήχη της και με το τενεκεδένιο πενηνταράκι της, το κατακάθι του λαδιού από το νερό και από τη λάσπη.
Ο Κύριος εισάκουσε τις παρακλήσεις των φτωχών και τους στεναγμούς των πενήτων και σώρευσε τόσα νέφη στον αιθέρα και άστραψε και βρόντησε τόσο τρομακτικά στο στερέωμα και έριξε τόσο άφθονο νερό στο παραθαλάσσιο χωριό, ώστε να ξεπλυθεί κάθε ακαθαρσία στη γειτονιά και να γίνει ένα η γη και ο ουρανός και η θάλασσα.
Ήταν ώρα δειλινού και από το πρωί ο αιθέρας ήταν θολωμένος και σκοτάδι επικρεμόταν και συννεφιά μεγάλη. 
«Ορώρει δ’ ουρανόθεν νυξ».
Τέλος οι καταρράκτες του ουρανού άνοιξαν και έγινε βροχή, θάλασσα, καταποντισμός.
Το κατώγι της γριά-Ραγιάδαινας, γέμισε νερό ως δύο πήχεις.
Το ελαιοτριβείο του Λαυκιώτη πατήθηκε ένα μπόι και πλέον από το νερό και οι κοπάνες γέμισαν, οι ελιές παρασύρθηκαν από το χαμηλό σοφά, το άλογο σταμάτησε και ο Γιάννης ο Αρμαμέντος έμεινε με το φτυάρι στο χέρι. Η θεια-Μαριώ η Κατσικάκαινα, βγήκε έξω στο χαγιάτι και συνέπλεκε τα χέρια σε προσευχή αγωνίας.
Ο σταύλος του γέρο-Κουμενή είχε πλημμυρήσει και το γαϊδούρι έπλεε στο νερό. Ο κύριός του άλλο μέσον δε βρήκε, παρά να τραβήξει την τριχιά από την κλαβανή επάνω στο πάτωμα, ώστε το ζώο να πλέει το σώμα κάτω και την κεφαλή να ανατείνει επάνω, με κίνδυνο να πνιγεί από το σχοινί πριν γλυτώσει από το νερό.
Πέρα στον κήπο του Σαραφιανού, η πλημμύρα είχε ρίξει κάτω τους τοίχους και το νερό ξέσπασε μέσα στον κήπο, παρασύροντας καλύβες, στάβλους, φυτείες και δένδρα.
Ο Σαραφιανός με τον κηρωτό επενδύτη του, με τα υποδήματα μέχρι τους μηρούς, προσπαθούσε να μπαλώσει πρόχειρα το ρήγμα του τοίχου, κουβαλώντας χονδρά ξύλα και κούτσουρα και σωρεύοντας αυτά για να φράξει τη ρωγμή. Η γριά-Χιόνω από το παράθυρο φώναζε:
— Κάψε τα, γιε μου, κάψε τα!
Ίσως φανταζόταν ότι ο γιος της συγκέντρωνε τα ξύλα για να ανάψει φωτιά.
Κάτω στο ποτόκι όλα ήταν θάλασσα.
Τα κατώγεια των σπιτιών είχαν πλημμυρήσει όλα. 
Το βαρελάδικο του μαστρο-Στεφανή είχε γεμίσει νερό ως δύο μπόια, ο βρόχινος ποταμός είχε ρίξει κάτω, πρώτον το τσαρδάκι ή το μικρό παράπηγμα του Στεφανή, έπειτα παρέσυρε τα βαρέλια σε χορό όλα, όσα ήταν αποκάτω στο τσαρδάκι, έπειτα εισόρμησε στο εργαστήριο του καλού βαρελά και το έκαμε να πλέει.
Αλλά η πλημμύρα ήταν σε όλα τα ισόγεια και όπου τα πατώματα ήταν χαμηλά, κινδύνευε να τα φθάσει. 
Η γριά-Ραγιάδαινα, φώναζε απ’ αντίκρυ να πάνε να τη γλυτώσουν.
Θα χρειαζόταν βάρκα, για να της κάμουν τη χάρη. Αλλά βάρκα δεν υπήρχε άλλη, παρά τα βαρέλια του μαστρο-Στεφανή, που έπλεαν όλα στη σειρά με γραφική νωθρότητα.
Ο γιος του βαρελά, ο μικρός, είχε καβαλικέψει το ένα απ΄ αυτά και βρήκε μεγάλη διασκέδαση, αλλά δεν κατόρθωσε να ανακαλύψει το πηδάλιο του αυτοσχέδιου πλοιαρίου. Έκλινε πότε με το ένα πόδι, πότε με το άλλο κατά το ρεύμα και ήταν έτοιμος κάθε στιγμή να δώσει βουτιά.
Επάνω στο ψηλότερο μέρος της συνοικίας, το ανατολικό, δεν ήταν φόβος να φθάσει το νερό στα σπίτια. Εκεί ήταν τα Κοτρόνια, ψηλοί βράχοι, καμωμένοι επίτηδες για να κτίζουν φωλιές τα νυχτοπούλια και για να ανεβαίνουν τα παιδιά να παίζουν με τους χάρτινους αετούς, για να κάμουν τρέλες και να φωνάζουν.
Η γριά-Σακαβάραινα είχε βγει στον εξώστη και τραβούσε τα μαλλιά της και φώναζε:
—Τ’ είν’ αυτό, Θε μου, τ’ είν’ αυτό! Αμαρτωλοί είναι και θα τους βουλιάξει;
Και η θεια-Καρπέταινα, σύζυγος πλοιάρχου, ενθυμούμενη τον άνδρα της και τους γιους της, που ταξίδευαν με το καράβι, έκραζε:
—Παναγιά μ’, στο πέλαγο! Παναγιά μ’, στο πέλαγο!
Ο γέρος πατέρας, ο καλός οικογενειάρχης ενός πτωχού σπιτιού δίπλα στο βαρελάδικο, είχε οπλισθεί πρόχειρα με σκαπάνη και με κουβά και είχε κατεβεί στο ισόγειο. Προσπαθούσε να αδειάσει το νερό από το κατώγι, παιδευόταν να φράξει έως δύο πιθαμές το κατώφλι και πάσχιζε να δέσει το πιθάρι του λαδιού από ένα κρίκο στον τοίχο.
Εγώ, - ήμουν κι εγώ εκεί - στεκόμουν στο παράθυρο, έβλεπα και προσπαθούσα να διώξω το φόβο, να διασκεδάσω.
Το είχα πάρει πονηρά και δεν πήγα στο σχολείο - άλλωστε πολύ αραιά πήγαινα. - 
Γυναίκες ανασκουμπωμένες μέχρι τα γόνατα, πατώντας στα νερά, ο βαρελάς κοπιάζοντας να εξασφαλίσει το εργαστήριό του, να μαζώξει τα βαρέλια του, να βάλει στην άκρη τα κλαδιά και τα ξύλα από το χαλασμένο παράπηγμά του, όλα αποτελούσαν παιδικό θέαμα.
Η φουρνάρισσα φώναζε απ’ αντίκρυ να πάνε να γλυτώσουν τις κλάρες της, που τις είχε παρασύρει το ρεύμα. Δύο ή τρεις γέροντες της γειτονιάς, ήταν μέχρι τους βουβώνες στο νερό για να γλυτώσουν λίγες κουτσούρες και καυσόξυλα, που έπλεαν στον ποταμό.
Η γριά-Μερεγκλίνα, από το στενό μέσα, φώναζε να της γλυτώσουν τη σκαφίδα της, που την είχε πάρει το ρεύμα και την έσπρωχνε κάτω προς τη θάλασσα.
Τα παιδιά από το σχολείο είχαν κάμει γενική έξοδο, καθώς κόπασε η βροχή και το ρεύμα της πλημμύρας φούσκωνε ακόμη.
Βγήκαν τρέχοντας με άτακτες φωνές και έτρεχαν, έτρεχαν στη μεγάλη λίμνη του νερού κάτω προς το γιαλό, για να προφτάσουν να χορτάσουν καράβισμα και παιγνίδι στα νερά μία φορά, να βραχούν, να παίξουν με το ρεύμα. 
Και δύο κοπάδια πάπιες, που έπεσαν τα νερά άμα σταμάτησε η βροχή και βουτούσαν, τράπηκαν σε φυγή έντρομες.
***
Η φτωχή χήρα, η Μαριώ η Λιβαδάκαινα, μαζί με την κόρη της τη Ματώ, βρίσκονταν στο μεμονωμένο σπιτάκι τους, στο χαμηλότερο μέρος του Λιβαδιού, προς την εξοχή, στην άκρη του χωριού.
Άμα άρχισε η καταιγίδα και τα θεμέλια του σπιτιού γρήγορα πλημμύρισαν.
Αλλά η Μαριώ δεν πρόσεχε κατ’ αρχάς σε τούτο. Είχε το μάτι ψηλά κατά το βουνό. Ήταν αφηρημένη.
— Μάννα, θα πλημμάρουμε, φώναξε η κόρη της.
Η μητέρα εξακολουθούσε να κοιτάζει ψηλά στο βουνό.
— Ας πα να πλημμάρουμε, ψιθύρισε.
— Μάννα, πλημμάραμε! επανέλαβε μετά από λίγο η Ματώ.
Η χήρα έστρεψε το βλέμμα. Όλη η στεφάνη του εδάφους ολόγυρα είχε πλημμυρήσει και το ισόγειο του σπιτιού ήταν γεμάτο νερό.
Το χαμηλό πάτωμα κινδύνευε να το φθάσει. 
Θάλασσα, ποταμός, πέλαγος.
— Πω, πω, πω! έκαμε η μητέρα συμπλέκοντας τα χέρια.
Από τη στέγη του σπιτιού είχαν ανοίξει δέκα έως δώδεκα σταλαγμοί.
Τα φορέματα, η «τέμπλα» με τα στρώματα και τα σεντόνια, τα πενιχρά έπιπλα, όλα ήταν καταβρεγμένα.
Η κόρη τα μετέφερε και τα συγκέντρωνε όλα μαζί, πότε στη μία γωνία και πότε στην άλλη, αλλά και εκεί άνοιγε σταλαγμός.
Τέλος τα κουβάλησε όλα στη μέση, αλλά κι εκεί άνοιξε μεγάλος σταλαγμός στον «καβαλάρη» της στέγης.
Την προηγούμενη εβδομάδα είχαν ξανασύρει τη σκεπή.
Να το ήξεραν να μη βάλουν μάστορη!
Αλλά και τι τον ήθελαν το μάστορη; Μήπως ήταν δικό τους σπίτι;
Ο κυρ Αργυρός ο Ξυγκοχέρης, ο πιστωτής τους, τους φοβέριζε καθημερινά να τους βγάλει από το σπίτι. Προ δύο ημερών ακόμη, είχε περάσει απ’ εκεί και τους είπε ότι θα τους πάρει το ποτάμι…
Ας χαρεί τώρα.
— Πω, πω! θα πνιγούμε μάννα! έσκουζε η κόρη συμπλέκοντας τα χέρια, κοιτάζοντας από το παράθυρο κάτω και βλέποντας όλο το Λιβάδι θάλασσα. Δε φαινόταν πουθενά πάτημα για να πατήσει κανείς.
Και η βροχή εξακολουθούσε ακόμη.
— Θα πνιγούμε! θρήνησε η μητέρα, τραβώντας τα μαλλιά της και ο αδερφός σου, ο αδερφός σου που λείπει απ’ το πρωί στο χωράφι, δε θα πνιγεί;
Σπαρακτική ήταν η φωνή της μητέρας.
***
Απέναντι, προς το νότιο μέρος, πεντακόσια βήματα μακριά, κατοικούσε η Μαργαρώ η Μποστανού, μέσα στο λαχανόκηπο τον οποίο καλλιεργούσε ο σύζυγός της. 
Το σπιτάκι τους ψηλά, πάνω σε λοφίσκο, αψηφούσε την πλημμύρα.
Η γυναίκα είχε ανοίξει το παράθυρο και φώναξε προς τη Μαριώ τη Λιβαδάκαινα:
— Θα πνιγείτε, χριστιανές!
Η Μαριώ ήταν αφοσιωμένη όλη στο στοχασμό του γιου της,
ήταν παραδομένη στην ανησυχία της. Κοίταζε το βουνό με βλέμμα απλανές, σαν να έβλεπε οπτασία.
Ο γιος της πού να είναι με αυτόν τον κατακλυσμό;
— Πνιγήκατε χριστιανές, φώναξε πάλι η Μαργαρώ 
η Μποστανού.
Όλο το Λιβάδι πέλαγος. Και αν προθυμοποιείταν κανείς να πάει σε βοήθεια των αγωνιώντων, δε θα μπορούσε πλέον.
Ο σύζυγος της Μαργαρώς ήταν κάτω στο ισόγειο και διόρθωνε τα τσαπιά και τρόχιζε με οξύ τριγμό μικρό πριόνι, το οποίο του χρησίμευε για το κλάδεμα των δένδρων.
Το νερό έπρεπε να ανεβεί δύο μπόια ακόμη για να τους φθάσει.
Από τη μικρή πόρτα έβλεπε και αυτός την τεφρή, χωματόχρωμη, κυματώδη θάλασσα, να κατακλυζει όλα τα αλώνια και τους κάμπους.
— Καλέ, δεν ακούς τι γίνεται, δε βλέπεις! φώναξε από πάνω από την καταπακτή η σύζυγός του. 
Θα χαλάσει ο Θεός τον κόσμο.
Ο κηπουρός από κάτω απάντησε στην ερώτηση με τραγούδι, ψάλλοντας με τη βραχνή φωνή του:
Βρέχει ουρανός και βρέχουμαι,
ξενάκ’ είμαι και ντρέπουμαι.
***
Η θέση των δύο γυναικών, στο μοναχικό σπιτάκι του Λιβαδιού, άρχισε να γίνεται απελπιστική. 
Η κόρη έξαλλη φώναζε απελπισμένα.
Κοίταζε βλοσυρά το παράθυρο, τον εξώστη, την ξύλινη σκάλα, όλα να απειλούνται και να σαλεύουν από την πλημμύρα.
Η μητέρα είχε πάψει τώρα πια να τραβά τα μαλλιά της. Έσχιζε τα μάγουλά της, κοβόταν και μοιρολογούσε. Δεν έκλαιγε το σπίτι, δεν έκλαιγε την κόρη της, ούτε τον εαυτό της, έκλαιγε το γιο της, που ήταν μακριά.
Κοίταζε κατά το βουνό, αλλά δεν το διέκρινε πλέον.
Ο πελώριος σίφουνας, στύλος φοβερός που ένωνε τον ουρανό με τη γη, οπού με πένθιμες ανταύγειες φώτιζε κατά διαλείμματα τα πέριξ και έκανε το βουνό να ξεχωρίζει, σχίσθηκε ήδη, διερράγη και διαλύθηκε και το βουνό, μαύρος ατμός, έγιναν ένα με τον αιθέρα.
Φανταζόταν ήδη πνιγμένο το γιο της, πτώμα ελεεινό, φοβερό στη θέα, να παρασύρεται από το ρεύμα, κτυπώντας το κεφάλι από βράχο σε βράχο, αγκιστρωμένο και σφηνωμένο στους βάτους και τους θαμνώνες, από αιμασιά σε αιμασιά.
Αυτοσχεδίαζε ακούσια ένα μοιρολόγι:
Πώς θα σε φέρουν, γυιόκα μου, πνιγμένο μες στο ρέμα!
Πώς θα σε ιδώ!...
Η Μαργαρώ η Μποστανού, εφώναζε τον άνδρα της:
— Καλέ, έλα πάνω να δεις! Να μπορούσε κανείς να τις γλυτώσει!...
Ο άνθρωπος απάντησε με το βραχνό τραγούδι του:
Έρχουμαι, κυρά μ’, δεν έρχουμαι,
όξω στην πόρτα στέκουμαι,
βρέχει ουρανός και βρέχουμαι.
***
Η βροχή είχε πάψει και η πλημμύρα δεν είχε καταπέσει.
Είχαν κατέβει όλα τα ανώνυμα ρέματα του ποταμού, όλα των κοιλάδων τα θολά ποτάμια, όλα τα χειμέρια κατακαθίσματα στους πρόποδες του βουνού.
Το μικρό σπιτάκι στο Λιβάδι έτριζε, έτριζε, κατέρρεε.
Η βοή του καταποντισμού ανερχόταν στον αιθέρα και στη βοή αυτή, δε χανόταν ο στεναγμός των πτωχών για τους αγγέλους του Θεού.
Το σπιτάκι της φτωχής χήρας είχε καθίσει από το ένα μέρος και είχε πάρει στάση κουτσού που έκλινε προς τον ένα ώμο, πτωχού γέροντα που στηριζόταν στο μπαστούνι του.
Δεν υπήρχε ορατό στήριγμα γι’ αυτό. Αλλά αόρατο χέρι φαινόταν να το κρατεί από το ένα μέρος, για να μη καταρρεύσει όλο.
Όταν κόπασε η βροχή, χωρικοί κατέβαιναν βιαστικοί με τα υποζύγιά τους. Γύριζαν από τους αγρούς μισοπνιγμένοι, βρεγμένοι ως το κόκκαλο. Περνούσαν σε απόσταση εκατοντάδων βημάτων.
Η Μαριώ στεκόταν στο παράθυρο, παρακαλώντας απ΄ την καρδιά την Παναγία και ρωτώντας μεγαλοφώνως όσους περνούσαν από μακριά:
—Μην είδατε τον Μανώλη, το γιο μου;
Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Ο καθένας έτρεχε για να δει τι έγινε το σπίτι του, η φαμιλιά του και δεν άκουε τι τον ρωτούσε η χήρα του Λιβαδιού.
Αλλά αυτή δεν απέκαμνε να ερωτά, όσο έβλεπε να έρχεται το σκοτάδι.
Η Δεκεμβριανή ημέρα είχε δύσει, η πλημμύρα κατάπεφτε και το σκοτάδι απειλητικό επικρεμόταν στα φωσφορίζοντα νερά.
— Μην είδατε πουθενά το γιο μου, το Μανώλη;
— Δεν τον είδαμε…. της φάνηκε ότι άκουσε και η απάντηση ήταν σπαραγμός γι’ αυτήν. Ω, Παναγία μου!
— Μάννα, αφού γλυτώσαμε ως τώρα, πάμε να κατεβούμε κι ας πλέψουμε στο ποτάμι. Το σπίτι θα πέσει, μπορεί να γλυτώσουμε!
— Πάμε να ιδούμε τι γίνηκε ο Μανώλης.
Η κόρη εμπρός, η μητέρα πίσω, δοκίμασαν να κατεβούν την σαλευόμενη και σειόμενη σκάλα.
Είχαν κατέβει δύο σκαλοπάτια και πλατάγισμα ακούσθηκε μέσα στο νερό. Φάνηκε κάτι τι μεγαλόσωμο, διπλό στο σχήμα, τεράστιο, κενταυρικό κατά το ήμισυ, να πλέει, πατώντας, πηδώντας και παραδέρνοντας, μέσα στο ρεύμα.
— Μάννα, είστε καλά; Γλυτώσατε;
Ήταν η φωνή του Μανώλη.
— Ω, γιε μου! Ω, παιδί μου, παιδάκι μου! Είσαι καλά; Ήρθες;
Ήταν ο Μανώλης, καβάλα στο άλογό του.
Πήδησε κάτω, έως τη μέση στο νερό και αγκάλιασε τη μητέρα του.
***
Το βράδυ εκείνο, η πτωχή οικογένεια πήγε και διανυκτέρευσε στης Μαργαρώς της Μποστανούς. 
Ο κηπουρός συμβούλευσε το Μανώλη:
— Να κάμεις νόμο-τρόπο, λέω ’γω, να αγοράσεις ένα σπιτότοπο απάνω στα Κοτρόνια ή στα Γελαδάδικα ή στον Απάνω Μαχαλά, να χτίσετε κανένα σπιτάκι, να μη σας πατεί το νερό.
Η χήρα πήρε το λόγο:
— Καλά το λες, γείτονα, μα κείνος ο νταβατζής μας ο Ξυγκάκιας, του χρωστούμε, λέει, δεν ξέρω πόσα γίνονται, τριακόσιες δραχμές, όλο το διάφορο-κεφάλι, το διάφορο-κεφάλι… κι ας του πληρώναμε ταχτικά το διάφορο, μόνο δυο χρονιές δεν του πληρώσαμε…
Θα μας έχει πάρει άλλα τόσα κι άλλα τόσα κι ακόμα δώσ’ του, το διάφορο-κεφάλι του… και φοβέριζε να μας βγάλει από το σπίτι, να μας το πουλήσει στη δημοπρασία… και μας είπε τις προάλλες, θα πέσει, μας είπε, το σπίτι να μας πλακώσει….
Να που έπεσε τώρα, ας το χαρεί… Δεν έστελνε δα σήμερα κανένα κλήτορα ή κανένα ταχτικό να μας βγάλει απ’ το σπίτι, μεγάλη χάρη θα μας έκανε… όλοι μας δυο πήχες τόπο θα χρειαστούμε για να μας θάψουν….
Ας χορτάσουν πλια οι αναχόρταγοι…
Ο κηπουρός έσεισε τους ώμους, ήπιε μία εις υγείαν της χήρας και των παιδιών της και έψαλε εύθυμα το βραχνό άσμα του:
Έλα βαριά, σιγά και ταπεινά,
μην πάρουν τ’ άρματα φωτιά,
και κάψουνε τη γειτονιά.
Έρχουμαι, καλέ μ’, δεν έρχουμαι,
όξω στην πόρτα στέκουμαι,
ξενάκ’ είμαι και ντρέπουμαι.
Και η Μαργαρώ η γυναίκα του είπε:
— Εγλύτωσεν ο κοσμάκης και τη φορά αυτή, δόξα να ’χει 
ο Θεός!
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

TO ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΡΦΕΩΝ 2